κακοπαθία: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source
(18)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακοπαθία]], ἡ (Α)<br /> <b>βλ.</b> [[κακοπάθεια]].
|mltxt=[[κακοπαθία]], ἡ (Α)<br /> <b>βλ.</b> [[κακοπάθεια]].
}}
{{elru
|elrutext='''κακοπᾰθία:''' ἡ v. l. = [[κακοπάθεια]].
}}
}}

Revision as of 22:24, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κακοπαθία: ἡ, Ἀττ. τύπος ἀντὶ κακοπάθεια, Meisterch. 42.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mieux que κακοπάθεια;
mauvais traitement, souffrance, vexation.
Étymologie: κακοπαθής.

Greek Monolingual

κακοπαθία, ἡ (Α)
βλ. κακοπάθεια.

Russian (Dvoretsky)

κακοπᾰθία: ἡ v. l. = κακοπάθεια.