κατέσθω: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(20)
(5)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατέσθω]] (Α)<br />μεταπλασμένος ποιητ. τ. και μτγν<br />τ. του [[κατεσθίω]].
|mltxt=[[κατέσθω]] (Α)<br />μεταπλασμένος ποιητ. τ. και μτγν<br />τ. του [[κατεσθίω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατέσθω:''' ποιητ. αντί του προηγ., σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1398] p. = Vorigem, σῦκα κατέσθων Philp. 56 (Plan. 240).

Greek (Liddell-Scott)

κατέσθω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ προηγ., Πυθαγ. σ. 713 Gale, Ἀνθ. Πλαν. 4. 240.

Greek Monolingual

κατέσθω (Α)
μεταπλασμένος ποιητ. τ. και μτγν
τ. του κατεσθίω.

Greek Monotonic

κατέσθω: ποιητ. αντί του προηγ., σε Ανθ.