κεραυνούχος: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(20)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κεραυνοῡχος, -ον (Α)<br />αυτός που κρατά και χειρίζεται τον κεραυνό («κεραυνοῡχος [[Ζεύς]]», Φιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)].
|mltxt=κεραυνοῦχος, -ον (Α)<br />αυτός που κρατά και χειρίζεται τον κεραυνό («κεραυνοῦχος [[Ζεύς]]», Φιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 13 June 2022

Greek Monolingual

κεραυνοῦχος, -ον (Α)
αυτός που κρατά και χειρίζεται τον κεραυνό («κεραυνοῦχος Ζεύς», Φιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -οῦχος (< ἔχω)].