Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
κεραυνοῦχος, -ον (Α)αυτός που κρατά και χειρίζεται τον κεραυνό («κεραυνοῦχος Ζεύς», Φιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -οῦχος (< ἔχω)].