κεραυνούχος

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.

Greek Monolingual

κεραυνοῦχος, -ον (Α)
αυτός που κρατά και χειρίζεται τον κεραυνό («κεραυνοῦχος Ζεύς», Φιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -οῦχος (< ἔχω)].