3,274,216
edits
(20) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[κεφαλαλγικός]], -ή, -όν) [[κεφαλαλγής]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[κεφαλαλγία]], αυτός που προξενεί [[κεφαλαλγία]] ή που πάσχει από [[κεφαλαλγία]] (α. «κεφαλαλγικό [[σύνδρομο]]» β. «ὁ φαλερῑνος [[οἶνος]] ἀπὸ ἐτῶν [[δέκα]] ἐστὶ [[πότιμος]]... ὁ δ' [[ὑπέρ]] τοῡτον ἐκπίπτων τὸν χρόνον, [[κεφαλαλγικός]]», <b>Γαλ.</b><br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κεφαλαλγικά</i><br />τα συμπτώματα της κεφαλαλγίας. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[κεφαλαλγικός]], -ή, -όν) [[κεφαλαλγής]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[κεφαλαλγία]], αυτός που προξενεί [[κεφαλαλγία]] ή που πάσχει από [[κεφαλαλγία]] (α. «κεφαλαλγικό [[σύνδρομο]]» β. «ὁ φαλερῑνος [[οἶνος]] ἀπὸ ἐτῶν [[δέκα]] ἐστὶ [[πότιμος]]... ὁ δ' [[ὑπέρ]] τοῡτον ἐκπίπτων τὸν χρόνον, [[κεφαλαλγικός]]», <b>Γαλ.</b><br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κεφαλαλγικά</i><br />τα συμπτώματα της κεφαλαλγίας. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κεφαλαλγικός -ή -όν [κεφαλαλγία] aan hoofdpijn lijdend;. τὰ κ. symptomen van hoofdpijn Hp. | |||
}} | }} |