Anonymous

κεφαλαλγικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(nl)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[κεφαλαλγικός]], -ή, -όν) [[κεφαλαλγής]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[κεφαλαλγία]], αυτός που προξενεί [[κεφαλαλγία]] ή που πάσχει από [[κεφαλαλγία]] (α. «κεφαλαλγικό [[σύνδρομο]]» β. «ὁ φαλερῑνος [[οἶνος]] ἀπὸ ἐτῶν [[δέκα]] ἐστὶ [[πότιμος]]... ὁ δ' [[ὑπέρ]] τοῡτον ἐκπίπτων τὸν χρόνον, [[κεφαλαλγικός]]», <b>Γαλ.</b><br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κεφαλαλγικά</i><br />τα συμπτώματα της κεφαλαλγίας.
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[κεφαλαλγικός]], -ή, -όν) [[κεφαλαλγής]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[κεφαλαλγία]], αυτός που προξενεί [[κεφαλαλγία]] ή που πάσχει από [[κεφαλαλγία]] (α. «κεφαλαλγικό [[σύνδρομο]]» β. «ὁ φαλερῑνος [[οἶνος]] ἀπὸ ἐτῶν [[δέκα]] ἐστὶ [[πότιμος]]... ὁ δ' [[ὑπέρ]] τοῦτον ἐκπίπτων τὸν χρόνον, [[κεφαλαλγικός]]», <b>Γαλ.</b><br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κεφαλαλγικά</i><br />τα συμπτώματα της κεφαλαλγίας.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κεφαλαλγικός -ή -όν [κεφαλαλγία] aan hoofdpijn lijdend;. τὰ κ. symptomen van hoofdpijn Hp.
|elnltext=κεφαλαλγικός -ή -όν [κεφαλαλγία] aan hoofdpijn lijdend;. τὰ κ. symptomen van hoofdpijn Hp.
}}
}}