3,276,932
edits
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[κόλον]] και σπαν. [[κῶλον]])<br />το [[τμήμα]] του παχέος εντέρου από το τυφλό [[μέχρι]] την [[αρχή]] του απευθυσμένου<br /><b>αρχ.</b><br />[[τροφή]], [[φαγητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μια [[άποψη]], συνδέεται με τη λ. [[κυλλός]] «[[καμπύλος]], [[κυρτός]]». Ο τ. [[κῶλον]] [[είναι]] μεταπλασμένος και προήλθε πιθ. κατ' [[επίδραση]] της λ. [[κῶλον]], με σημ. «[[μέλος]]», και του λατ. τ. <i>culus</i> «[[πρωκτός]]». Τη λ. [[κόλον]] δανείστηκε η Λατινική με τις μορφές <i>colum</i> και <i>colon</i> και από [[εκεί]] η λ. κατέστη [[διεθνής]] [[επιστημονικός]] όρος]. | |mltxt=το (AM [[κόλον]] και σπαν. [[κῶλον]])<br />το [[τμήμα]] του παχέος εντέρου από το τυφλό [[μέχρι]] την [[αρχή]] του απευθυσμένου<br /><b>αρχ.</b><br />[[τροφή]], [[φαγητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μια [[άποψη]], συνδέεται με τη λ. [[κυλλός]] «[[καμπύλος]], [[κυρτός]]». Ο τ. [[κῶλον]] [[είναι]] μεταπλασμένος και προήλθε πιθ. κατ' [[επίδραση]] της λ. [[κῶλον]], με σημ. «[[μέλος]]», και του λατ. τ. <i>culus</i> «[[πρωκτός]]». Τη λ. [[κόλον]] δανείστηκε η Λατινική με τις μορφές <i>colum</i> και <i>colon</i> και από [[εκεί]] η λ. κατέστη [[διεθνής]] [[επιστημονικός]] όρος]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κόλον:''' τό, ε ντερικό [[τμήμα]] ή το χαμηλότερο [[τμήμα]] του παχέος εντέρου που εκτείνεται από το τυφλό ως το [[απευθυσμένο]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |