Anonymous

κόλον: Difference between revisions

From LSJ
984 bytes added ,  29 September 2017
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />gros boyau, côlon.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée -- Babiniotis pê apparenté à [[κυλλός]].
|btext=ου (τό) :<br />gros boyau, côlon.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée -- Babiniotis pê apparenté à [[κυλλός]].
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[κόλον]] και σπαν. [[κῶλον]])<br />το [[τμήμα]] του παχέος εντέρου από το τυφλό [[μέχρι]] την [[αρχή]] του απευθυσμένου<br /><b>αρχ.</b><br />[[τροφή]], [[φαγητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μια [[άποψη]], συνδέεται με τη λ. [[κυλλός]] «[[καμπύλος]], [[κυρτός]]». Ο τ. [[κῶλον]] [[είναι]] μεταπλασμένος και προήλθε πιθ. κατ' [[επίδραση]] της λ. [[κῶλον]], με σημ. «[[μέλος]]», και του λατ. τ. <i>culus</i> «[[πρωκτός]]». Τη λ. [[κόλον]] δανείστηκε η Λατινική με τις μορφές <i>colum</i> και <i>colon</i> και από [[εκεί]] η λ. κατέστη [[διεθνής]] [[επιστημονικός]] όρος].
}}
}}