κορεύομαι: Difference between revisions

5
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορεύομαι]] (Α) [[κόρη]]<br /><b>1.</b> ζω ως [[κόρη]], ως [[παρθένος]], [[περνώ]] την [[παρθενική]] [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> (κατ' άλλους) παντρεύομαι<br /><b>3.</b> [[χάνω]] την παρθενιά μου, ξεπαρθενεύομαι, διακορεύομαι.
|mltxt=[[κορεύομαι]] (Α) [[κόρη]]<br /><b>1.</b> ζω ως [[κόρη]], ως [[παρθένος]], [[περνώ]] την [[παρθενική]] [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> (κατ' άλλους) παντρεύομαι<br /><b>3.</b> [[χάνω]] την παρθενιά μου, ξεπαρθενεύομαι, διακορεύομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κορεύομαι:''' μέλ. <i>κορευθήσομαι</i>, Παθ. ([[κόρη]]) είμαι [[παρθένος]], [[διέρχομαι]] την [[παρθενική]] [[ηλικία]], σε Ευρ.
}}
}}