κορεύομαι
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
English (LSJ)
Pass., fut. κορευθήσομαι ib.313: (κόρη):—
A pass one's maidenhood, E.l.c.
II to be deflowered, Pherecyd.92 (b) J.
French (Bailly abrégé)
1 vivre en jeune fille Bailly;
2 perdre sa virginité LSJ, d'après Phérécyde.
Étymologie: κόρη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορεύομαι [κόρη] de meisjesjaren doorbrengen.
Russian (Dvoretsky)
κορεύομαι: (fut. κορευθήσομαι) быть (молодой) девушкой: κ. καλῶς Eur. радостно проводить (свои) девичьи годы.
Greek Monolingual
κορεύομαι (Α) κόρη
1. ζω ως κόρη, ως παρθένος, περνώ την παρθενική ηλικία
2. (κατ' άλλους) παντρεύομαι
3. χάνω την παρθενιά μου, ξεπαρθενεύομαι, διακορεύομαι.
Greek Monotonic
κορεύομαι: μέλ. κορευθήσομαι, Παθ. (κόρη) είμαι παρθένος, διέρχομαι την παρθενική ηλικία, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κορεύομαι: μέλλ. κορευθήσομαι· παθ: (κόρη): ― παρθενεύομαι, διέρχομαι τὴν παρθενικὴν ἡλικίαν, κατ’ ἄλλους ὑπανδρεύομαι, Εὐρ. Ἄλκ. 312. ΙΙ. ἀφαιροῦμαι, χάνω τὴν παρθενίαν, ὡς τὸ διακορεύομαι, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Λ. 289, ἔνθα ἴδε Buttm.
Middle Liddell
κορεύομαι, κόρη
Pass. to be a maid, grow up to maidenhood, Eur.