κουρείο: Difference between revisions Search Google

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
(21)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑM κουρεῑον) [[κουρεύω]]<br />το [[κατάστημα]] του κουρέα («ὁ δὲ πρὸς κουρεῑον, ὁ δὲ πρὸς σκυτοτομεῑον, ὁ δ' [[ὅποι]] ἂν τύχῃ», Λυσ.).
|mltxt=το (ΑM κουρεῖον) [[κουρεύω]]<br />το [[κατάστημα]] του κουρέα («ὁ δὲ πρὸς κουρεῖον, ὁ δὲ πρὸς σκυτοτομεῖον, ὁ δ' [[ὅποι]] ἂν τύχῃ», Λυσ.).
}}
}}

Latest revision as of 10:21, 24 August 2022

Greek Monolingual

το (ΑM κουρεῖον) κουρεύω
το κατάστημα του κουρέα («ὁ δὲ πρὸς κουρεῖον, ὁ δὲ πρὸς σκυτοτομεῖον, ὁ δ' ὅποι ἂν τύχῃ», Λυσ.).