κατάστημα

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάστημα Medium diacritics: κατάστημα Low diacritics: κατάστημα Capitals: ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ
Transliteration A: katástēma Transliteration B: katastēma Transliteration C: katastima Beta Code: kata/sthma

English (LSJ)

-ατος, τό, later κατάστεμα LXX 3 Ma.5.45:—
A condition, state, not necessarily permanent:
1 bodily or mental condition, τὸ εὐσταθὲς σαρκὸς κ. Epicur.Fr.68, Metrod.Fr.5, cf. Diog.Oen.29, Asp. in EN143.22; τὸ κατὰ φύσιν καὶ οἰκεῖον κ. Dsc.Alex.Praef., cf. Sor. 1.36; τῆς ψυχῆς ib.39; τὸ κατὰ μέθην κ. Ath.2.38e; κ. μανιῶδες LXX l.c.
2 weather, Diocl.Fr.30, Ptol.Alm.3.1; τὸ θερινὸν κ. Ps.-Plu. Fluv.12; κ. χειμέριον Polyaen.5.12.3; αἰθρίου ὄντος τοῦ κ. Dsc.Praef. 6, cf. Cleom.2.1, Sabin. ap. Orib.9.15.1; direction of wind, νοτίου τοῦ κ. ὄντος Alex.Aphr.in Mete.47.2; time, season, κ. νυκτερινόν A.D.Synt. 198.27; τὰ ἐνιαύσια κ. Ptol.Tetr.93.
3 demeanour, behaviour, Ep. Tit.2.3, Porph.Abst.4.6; τὸ σύνηθες κ. Plu.Marc.23; ἀτρεμαῖον κ. J. AJ15.7.5; τὸ τῆς εὐσεβείας, τῆς ἀρετῆς κ., Aristeas 210, 278; τὸ μέσον κ. Id.122.
4 political condition, constitution, τὸ Λακωνικὸν κ. Plb.6.50.2, cf. OGI669.3 (Egypt, i A.D.).
5 generally, state of the case, state of affairs, A.D.Pron.25.18.
6 Astrol., position of the heavens, Vett. Val.71.23.
7 physical constitution, τὸ κοσμικὸν κ., i.e. the four elements and four winds, Id.175.10; ἐν στερεῷ τινι καὶ οὐσιώδει κ. Dam.Pr.124; of the Intelligible World, ib.119; ὑποστάσεως κατάστημα Simp.in Ph.232.1.

German (Pape)

[Seite 1382] τό, Stellung, Stand, Lage u. Beschaffenheit des Staates, τὸ Λακωνικόν Pol. 6, 50, 2; von der Luft, κατάστημα κινούμενον ἐναντίον τοῖς πολεμίοις, vom Winde, Polyaen. 5, 12, 3; τὸ κατὰ μέθην κατ. Ath. II, 38 e; Plut. Marcell. 23 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
état, situation, condition;
NT: comportement, mode de vie.
Étymologie: καθίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάστημα -ματος, τό [καθίσταμαι (καθίστημι)] gedrag.

Russian (Dvoretsky)

κατάστημα: ατος τό
1 состояние, свойство (τοῦ σώματος Plut.): ὡσαύτως ἐν καταστήματι NT как подобает (их) состоянию; τὸ σύνηθες κ. Plut. обычное состояние;
2 организация, устройство, конституция (Λακωνικόν Polyb.);
3 состояние погоды (θερινόν Plut.).

English (Strong)

from καθίστημι; properly, a position or condition, i.e. (subjectively) demeanor: behaviour.

English (Thayer)

καταστηματος, τό (καθίστημι) (Latin status, habitus) (demeanor, deportment, bearing): Josephus, b. j. 1,1, 4 (of a city; cf. ἀτρεμαιω τῷ καταστήματι πρός τόν θάνατον ἀπεηι, Josephus, Antiquities 15,7, 5; Plutarch, Marcell. 23,6; cf. Tib. Gracch. 2,2. See Wetstein (1752) on Titus, the passage cited; cf. Ignatius ad Trall. 3,2 [ET] (and Jacobson or Zahn, in the place cited)).)

Greek Monolingual

το (Α κατάστημα και μτγν. τ. κατάστεμα)
νεοελλ.
1. εμπορικό, μαγαζί, πρατήριο εμπορευμάτων
2. βιοτεχνικό εργαστήριο, εργοστάσιο
3. το κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη μια δημόσια υπηρεσία ή κοινωφελές ίδρυμα, εταιρεία, τράπεζα ή άλλος οργανισμός
μσν.
1. εγκατάσταση, διαμονή
2. ενέργεια, πράξη, εγχείρημα
3. καθορισμένο ποσόν
μσν.-αρχ.
ατμοσφαιρική κατάσταση, καιρός
αρχ.
1. η κατάσταση, η διάθεση, σωματική ή πνευματική ή ψυχική, στην οποία βρίσκεται κάποιος ή κάτι, το πώς έχει και βρίσκεται
2. η διεύθυνση του ανέμου, ο άνεμος
3. διαγωγή, τρόπος, συμπεριφορά
4. πολιτική κατάσταση, πολίτευμα
5. η θέση, η κατάσταση μιας υπόθεσης
6. αστρολ. η θέση, η διάταξη τών αστέρων
7. η φυσική διάταξη τών κοσμικών στοιχείων
8. εκκλ. σχήμα, περιβολή, στολή, ενδυμασία
9. η έκφραση του προσώπου, η όψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθίστημι. Η αρχική σημ. «κατάσταση» εξελίχθηκε σε «καθίδρυμα» και εξειδικεύθηκε σε «μαγαζί». Παρόμοια εξειδίκευση της σημ. συναντάμε στο αγγλ. establishment «καθίδρυμα, κατάστημα»].

Greek Monotonic

κατάστημα: -ατος, τό (καθίσταμαι), κατάσταση υγείας, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάστημα: τό, = κατάστασις, δηλ. ἡ διάθεσις, τὸ πῶς ἔχει ἢ εὑρίσκεται πρόσωπόν τι ἢ πρᾶγμα· οὕτω λ.χ., ὑγείας κ. Πλούτ. 2. 911A, κτλ.· ἰδοῦσα αὐτὸν ἐν οἵῳ ἦν καταστήματι Ἀθήν. 219E· οὔτε θυμῷ μεταβαλὼν τοῦ συνήθους καταστήματος, ἀλλά πρᾴως καὶ κοσμίως ἐκδεχόμενος τὸ τῆς δίκης τέλος, ἡ ἔκφρασις τοῦ προσώπου ἢ ὄψις, Πλουτ. Μάρκελλ. 23· τὸ ἱλαρὸν κ. τῆς ψυχῆς, ἡ εὐστάθεια, Βασίλ.· ἐπὶ ἀνθρώπου, τὸ κατὰ φύσιν κ., ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Διοσκ.· τὸ κατὰ μέθην κ., δηλ. ἡ μέθη, Ἀθήν. 98E· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ καιροῦ, τὸ θερινὸν κ. Πλούτ. 1157Β· αἰθρίου ὄντος τοῦ κ. Διοσκ. προοίμ. 3C· τὸ κατ. κινούμενον ἐναντίον τοῖς πολεμίοις, ὁ καιρός, ὁ ἄνεμος, Πολύαιν. 5. 12, 3. 2) πολιτικὴ κατάστασις, πολίτευμα, τὸ Λακωνικὸν κ. Πολύβ. 6. 50, 2, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 4 3) σχῆμα, περιβολή, περιβόλαιον, Ἐκκλ.

Middle Liddell

κατάστημα, ατος, τό, [καθίσταμαι]
a condition or state of helath, Plut.

Chinese

原文音譯:kat£sthma 卡他-士帖馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-站(果效)
字義溯源:位置,狀態,舉止,態度;源自(καθιστάνω / καθίστημι)=設立);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἵστημι)*=站)組成
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 舉止(1) 多2:3