3,274,917
edits
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μέδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[άρχω]], [[βασιλεύω]], [[κυβερνώ]] («Ἀργείων, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προστατεύω]]<br /><b>3.</b> (το μέσ.) [[μέδομαι]]<br />α) [[προνοώ]], [[φροντίζω]] για κάποιον ή [[κάτι]]<br />β) (με γεν.) έχω [[κάτι]] στον νου μου, [[θυμάμαι]] («πολέμοιο μεδέσθω», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ) [[μηχανώμαι]] [[κάτι]] [[κακό]] για κάποιον, [[επινοώ]], [[σχεδιάζω]] («κακὰ δὲ Τρώεσσι μεδέσθην, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σκῆπτρα μέδοντες» — αυτοί που κατέχουν την [[εξουσία]], οι κρατούντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μέδω]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>med</i>- «[[μετρώ]], [[κρίνω]], [[σταθμίζω]]». Χαρακτηριστική [[είναι]] η σημασιολογική [[εξέλιξη]] της ρίζας στις διάφορες γλώσσες. Στη λατ. ο τ. <i>modus</i> «[[μέτρο]], [[τρόπος]]», που ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας (<b>[[πρβλ]].</b> λ. [[μόδα]]) και το ρ. <i>meditor</i> «[[σκέπτομαι]], [[διαλογίζομαι]]» διατήρησαν τη γενική [[σημασία]] της ρίζας. Τη σημ. αυτή διατήρησαν [[επίσης]] τα: αρχ. ιρλδ. <i>midiur</i> «[[κρίνω]] [[σκέπτομαι]]», <i>mess</i> «[[κρίση]]», αρμ. <i>mit</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>m</i><i>ē</i><i>di</i>-), που ανάγονται στην εκτεταμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας (<b>[[πρβλ]].</b> λ. [[μήδομαι]]), και γοτθ. <i>miton</i> «[[λογίζομαι]], [[φρονώ]], [[εξετάζω]]». Από την [[έννοια]] αυτή ενός νου που ρυθμίζει, κανονίζει, κυβερνάει προήλθε η [[σημασία]] του [[μέδω]] στην ελλ. «[[βασιλεύω]], [[κυβερνώ]], [[προστατεύω]]» [[καθώς]] και στην ιταλ. (<b>[[πρβλ]].</b> οσκικό <i>meddiss</i> «αυτός που λέει το [[δίκαιο]]», ομβρικό <i>meřs</i> «[[δίκαιο]]») με σιγμόληκτο [[θέμα]], όπως και σε [[μερικά]] ελληνικά κύρια ονόματα (πρβ. <i>Πολυ</i>-<i>μήδης</i>, <i>Κλεο</i>-<i>μέδδεις</i>). Σε άλλες γλώσσες η [[ρίζα]] <i>med</i>- έδωσε τύπους σχετικούς με την ιατρική (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>medeor</i> «[[θεραπεύω]]», <i>medicus</i> «[[ιατρικός]]», αβεστ. <i>vῑmad</i> «[[φάρμακο]]»). Τέλος, στις γερμανικές γλώσσες η [[σημασία]] της περιορίστηκε στην [[έννοια]] του «[[μετρώ]], [[λαμβάνω]] τα [[κατάλληλα]] [[μέτρα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> γοτθ. <i>mitan</i>, αγγλοσαξ. <i>metan</i> και λ. [[μέδιμνος]])]. | |mltxt=[[μέδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[άρχω]], [[βασιλεύω]], [[κυβερνώ]] («Ἀργείων, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προστατεύω]]<br /><b>3.</b> (το μέσ.) [[μέδομαι]]<br />α) [[προνοώ]], [[φροντίζω]] για κάποιον ή [[κάτι]]<br />β) (με γεν.) έχω [[κάτι]] στον νου μου, [[θυμάμαι]] («πολέμοιο μεδέσθω», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ) [[μηχανώμαι]] [[κάτι]] [[κακό]] για κάποιον, [[επινοώ]], [[σχεδιάζω]] («κακὰ δὲ Τρώεσσι μεδέσθην, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σκῆπτρα μέδοντες» — αυτοί που κατέχουν την [[εξουσία]], οι κρατούντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μέδω]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>med</i>- «[[μετρώ]], [[κρίνω]], [[σταθμίζω]]». Χαρακτηριστική [[είναι]] η σημασιολογική [[εξέλιξη]] της ρίζας στις διάφορες γλώσσες. Στη λατ. ο τ. <i>modus</i> «[[μέτρο]], [[τρόπος]]», που ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας (<b>[[πρβλ]].</b> λ. [[μόδα]]) και το ρ. <i>meditor</i> «[[σκέπτομαι]], [[διαλογίζομαι]]» διατήρησαν τη γενική [[σημασία]] της ρίζας. Τη σημ. αυτή διατήρησαν [[επίσης]] τα: αρχ. ιρλδ. <i>midiur</i> «[[κρίνω]] [[σκέπτομαι]]», <i>mess</i> «[[κρίση]]», αρμ. <i>mit</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>m</i><i>ē</i><i>di</i>-), που ανάγονται στην εκτεταμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας (<b>[[πρβλ]].</b> λ. [[μήδομαι]]), και γοτθ. <i>miton</i> «[[λογίζομαι]], [[φρονώ]], [[εξετάζω]]». Από την [[έννοια]] αυτή ενός νου που ρυθμίζει, κανονίζει, κυβερνάει προήλθε η [[σημασία]] του [[μέδω]] στην ελλ. «[[βασιλεύω]], [[κυβερνώ]], [[προστατεύω]]» [[καθώς]] και στην ιταλ. (<b>[[πρβλ]].</b> οσκικό <i>meddiss</i> «αυτός που λέει το [[δίκαιο]]», ομβρικό <i>meřs</i> «[[δίκαιο]]») με σιγμόληκτο [[θέμα]], όπως και σε [[μερικά]] ελληνικά κύρια ονόματα (πρβ. <i>Πολυ</i>-<i>μήδης</i>, <i>Κλεο</i>-<i>μέδδεις</i>). Σε άλλες γλώσσες η [[ρίζα]] <i>med</i>- έδωσε τύπους σχετικούς με την ιατρική (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>medeor</i> «[[θεραπεύω]]», <i>medicus</i> «[[ιατρικός]]», αβεστ. <i>vῑmad</i> «[[φάρμακο]]»). Τέλος, στις γερμανικές γλώσσες η [[σημασία]] της περιορίστηκε στην [[έννοια]] του «[[μετρώ]], [[λαμβάνω]] τα [[κατάλληλα]] [[μέτρα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> γοτθ. <i>mitan</i>, αγγλοσαξ. <i>metan</i> και λ. [[μέδιμνος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μέδω:'''<b class="num">I.</b> μόνο στον ενεστ., και [[κυρίως]] ως ουσιαστικοποιημένη μτχ., [[μέδων]], <i>-οντος</i>, <i>ὁ</i>, όπως το [[μεδέων]], <i>μεδέουσα</i>, [[φρουρός]], [[προστάτης]], [[κύριος]], <i>Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες</i>, ηγέτες και προστάτες των Αργείων, σε Όμηρ.· <i>μέδωνἁλός</i>, [[κύριος]] ([[κυρίαρχος]]) της θάλασσας, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τον Βάκχο, <i>ὃς μέδεις Δηοῦς ἐν κόλποις</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως αποθ. [[μέδομαι]], μέλ. <i>μεδήσομαι</i>, [[παρέχω]], [[μεριμνώ]], έχω την [[έγνοια]], έχω το νου μου για κάποιον, σε [[κάτι]], με γεν. <i>πολέμοιο μεδέσθω</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὡς δείπνοιο μέδηται</i>, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σχεδιάζω]], [[κατορθώνω]], [[μηχανεύομαι]] [[κάτι]] για κάποιον, κακὰ [[Τρώεσσι]] μέδεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |