Anonymous

μέδω: Difference between revisions

From LSJ
714 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέδω:'''<b class="num">I.</b> μόνο στον ενεστ., και [[κυρίως]] ως ουσιαστικοποιημένη μτχ., [[μέδων]], <i>-οντος</i>, <i>ὁ</i>, όπως το [[μεδέων]], <i>μεδέουσα</i>, [[φρουρός]], [[προστάτης]], [[κύριος]], <i>Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες</i>, ηγέτες και προστάτες των Αργείων, σε Όμηρ.· <i>μέδωνἁλός</i>, [[κύριος]] ([[κυρίαρχος]]) της θάλασσας, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τον Βάκχο, <i>ὃς μέδεις Δηοῦς ἐν κόλποις</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως αποθ. [[μέδομαι]], μέλ. <i>μεδήσομαι</i>, [[παρέχω]], [[μεριμνώ]], έχω την [[έγνοια]], έχω το νου μου για κάποιον, σε [[κάτι]], με γεν. <i>πολέμοιο μεδέσθω</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὡς δείπνοιο μέδηται</i>, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σχεδιάζω]], [[κατορθώνω]], [[μηχανεύομαι]] [[κάτι]] για κάποιον, κακὰ [[Τρώεσσι]] μέδεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μέδω:'''<b class="num">I.</b> μόνο στον ενεστ., και [[κυρίως]] ως ουσιαστικοποιημένη μτχ., [[μέδων]], <i>-οντος</i>, <i>ὁ</i>, όπως το [[μεδέων]], <i>μεδέουσα</i>, [[φρουρός]], [[προστάτης]], [[κύριος]], <i>Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες</i>, ηγέτες και προστάτες των Αργείων, σε Όμηρ.· <i>μέδωνἁλός</i>, [[κύριος]] ([[κυρίαρχος]]) της θάλασσας, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τον Βάκχο, <i>ὃς μέδεις Δηοῦς ἐν κόλποις</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως αποθ. [[μέδομαι]], μέλ. <i>μεδήσομαι</i>, [[παρέχω]], [[μεριμνώ]], έχω την [[έγνοια]], έχω το νου μου για κάποιον, σε [[κάτι]], με γεν. <i>πολέμοιο μεδέσθω</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὡς δείπνοιο μέδηται</i>, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σχεδιάζω]], [[κατορθώνω]], [[μηχανεύομαι]] [[κάτι]] για κάποιον, κακὰ [[Τρώεσσι]] μέδεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέδω:''' (только praes.), преимущ. med. [[μέδομαι]] (только praes., impf. и fut. μεδήσομαι)<br /><b class="num">1)</b> заботиться, покровительствовать, охранять, т. е. властвовать (Ἐλευσινίας Δηοῦς ἐν κόλποις Soph. - о Вакхе): Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες Hom. вожди и властители аргивян;<br /><b class="num">2)</b> med. обдумывать, замышлять, подумывать (κακὰ [[Τρώεσσι]], μέδεσθαι δόρποιο ὕπνου τε γλυκεροῦ [[ταρπήμεναι]] Hom.).
}}
}}