κωτίλλω: Difference between revisions

5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωτίλλω]] (AM) [[κωτίλος]]<br />[[φλυαρώ]] με κολακευτικά και τρυφερά [[λόγια]] («ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[εξαπατώ]] κάποιον λέγοντας [[πολλά]] αρεστά και κολακευτικά [[λόγια]] («γυναικὸς ὢν [[δούλευμα]] μὴ κώτιλλέ με», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=[[κωτίλλω]] (AM) [[κωτίλος]]<br />[[φλυαρώ]] με κολακευτικά και τρυφερά [[λόγια]] («ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[εξαπατώ]] κάποιον λέγοντας [[πολλά]] αρεστά και κολακευτικά [[λόγια]] («γυναικὸς ὢν [[δούλευμα]] μὴ κώτιλλέ με», <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κωτίλλω:''' μόνο στον ενεστ.,<br /><b class="num">I.</b> [[φλυαρώ]], [[αδολεσχώ]], Λατ. garrire, [[κυρίως]] με [[σημασία]] κολακείας, σε Ησίοδ., Θέογν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[συζητώ]], [[καλοπιάνω]], [[προσπαθώ]] να κολακεύσω, σε Θέογν., Σοφ. (άγν. προέλ.).
}}
}}