Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κωτίλλω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κωτίλλω:''' μόνο στον ενεστ.,<br /><b class="num">I.</b> [[φλυαρώ]], [[αδολεσχώ]], Λατ. garrire, [[κυρίως]] με [[σημασία]] κολακείας, σε Ησίοδ., Θέογν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[συζητώ]], [[καλοπιάνω]], [[προσπαθώ]] να κολακεύσω, σε Θέογν., Σοφ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''κωτίλλω:''' μόνο στον ενεστ.,<br /><b class="num">I.</b> [[φλυαρώ]], [[αδολεσχώ]], Λατ. garrire, [[κυρίως]] με [[σημασία]] κολακείας, σε Ησίοδ., Θέογν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[συζητώ]], [[καλοπιάνω]], [[προσπαθώ]] να κολακεύσω, σε Θέογν., Σοφ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elnl
|elnltext=κωτίλλω [~ κωτίλος] Dor. ptc. κωτίλλοισα, babbelen, kletsen:; παύσασθ ’... ἀνάνυτα κωτίλλοισαι dames, houdt op met uw eindeloos gebabbel Theocr. Id. 15.87; met acc. vleien:. μὴ κώτιλλέ με probeer mij niet om te praten Soph. Ant. 756.
}}
}}