λεαίνω: Difference between revisions

1,058 bytes added ,  30 December 2018
5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεαίνω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λειαίνω]].
|mltxt=[[λεαίνω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λειαίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεαίνω:''' Επικ. [[λειαίνω]], μέλ. <i>λεᾰνῶ</i>, Επικ. <i>λειανέω</i>, αόρ. [[ἐλέηνα]], Επικ. [[λείηνα]] ([[λεῖος]])·<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] λείο, [[γυαλίζω]], [[στιλβώνω]], σε Όμηρ.· <i>ἵπποισι κέλευθον λειανέω</i>, θα [[εξομαλύνω]] τον δρόμο, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> κάνω [[κάτι]] λείο τρίβοντάς το, [[κοπανίζω]] σε [[γουδί]], Λατ. levigare, σε Ηρόδ.· [[συντρίβω]] με τα δόντια, σε Ξεν.· γενικά, [[συντρίβω]], [[αφανίζω]], [[ξεριζώνω]], [[συνθλίβω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[εξαλείφω]] τις [[ρυτίδες]] λειαίνοντάς τις, σε Πλάτ.· μεταφ., [[μετριάζω]] τα σκληρά [[λόγια]], [[μιλώ]] με [[μετριοπάθεια]], [[εκλεπτύνω]], σε Ηρόδ.
}}
}}