3,276,901
edits
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[λιθοβόλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός πού ρίχνει λίθους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λιθοβόλο</i>(<i>ν</i>)<br />πολεμική πολιορκητική [[μηχανή]] που χρησίμευε για την εκτόξευξη λίθων διαφόρου μεγέθους και βάρους [[εναντίον]] τών ασθενέστερων σημείων τών τειχών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, <i>η [[λιθοβόλος]]<br />ο [[αθλητής]] της λιθοβολίας<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[είδος]] πρωτόγονου πυροβόλου που έριχνε λίθινα βλήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>το λιθοβόλον</i> («κατασκευάζειν, καὶ καταπέλτας ὀξυβελεῑς, καὶ λιθοβόλους παντοίους», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]). Η [[παροξυτονία]] δίνει στη λ. ενεργητική σημ.]. | |mltxt=-ο (Α [[λιθοβόλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός πού ρίχνει λίθους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λιθοβόλο</i>(<i>ν</i>)<br />πολεμική πολιορκητική [[μηχανή]] που χρησίμευε για την εκτόξευξη λίθων διαφόρου μεγέθους και βάρους [[εναντίον]] τών ασθενέστερων σημείων τών τειχών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, <i>η [[λιθοβόλος]]<br />ο [[αθλητής]] της λιθοβολίας<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[είδος]] πρωτόγονου πυροβόλου που έριχνε λίθινα βλήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>το λιθοβόλον</i> («κατασκευάζειν, καὶ καταπέλτας ὀξυβελεῑς, καὶ λιθοβόλους παντοίους», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]). Η [[παροξυτονία]] δίνει στη λ. ενεργητική σημ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῐθοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ρίχνει λίθους, που χτυπά απανωτά με πέτρες· <i>λιθοβόλοι</i>, <i>οἱ</i>, αυτοί που ρίχνουν πέτρες, σε Θουκ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[λιθοβόλος]], <i>ὁ</i>, [[μηχανή]] για τη [[ρίψη]] λίθων, [[καταπέλτης]], σε Πολύβ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξύτ., <i>[[λιθόβολος]]</i>, <i>-ον</i>, Παθ., αυτός που βάλλεται από πέτρες, λιθοβολημένος, σε Ευρ. | |||
}} | }} |