Anonymous

λιθοβόλος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐθοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ρίχνει λίθους, που χτυπά απανωτά με πέτρες· <i>λιθοβόλοι</i>, <i>οἱ</i>, αυτοί που ρίχνουν πέτρες, σε Θουκ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[λιθοβόλος]], <i>ὁ</i>, [[μηχανή]] για τη [[ρίψη]] λίθων, [[καταπέλτης]], σε Πολύβ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξύτ., <i>[[λιθόβολος]]</i>, <i>-ον</i>, Παθ., αυτός που βάλλεται από πέτρες, λιθοβολημένος, σε Ευρ.
|lsmtext='''λῐθοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ρίχνει λίθους, που χτυπά απανωτά με πέτρες· <i>λιθοβόλοι</i>, <i>οἱ</i>, αυτοί που ρίχνουν πέτρες, σε Θουκ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[λιθοβόλος]], <i>ὁ</i>, [[μηχανή]] για τη [[ρίψη]] λίθων, [[καταπέλτης]], σε Πολύβ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξύτ., <i>[[λιθόβολος]]</i>, <i>-ον</i>, Παθ., αυτός που βάλλεται από πέτρες, λιθοβολημένος, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθοβόλος:''' ὁ<b class="num">1)</b> метатель камней (ручным способом), камнеметчик (λιθοβόλοι καὶ σφεδονῆται Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> камнеметательное орудие, камнемет (καταπέλται καὶ λιθοβόλοι Diod.).
}}
}}