λυμαντήριος: Difference between revisions

5
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυμαντήριος]], -ία, -ον (Α) [[λυμαντήρ]]<br />[[ολέθριος]], [[βλαπτικός]], [[φθοροποιός]], [[καταστρεπτικός]] («ἄνδρα τῶνδε λυμαντήριον οἴκων», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[λυμαντήριος]], -ία, -ον (Α) [[λυμαντήρ]]<br />[[ολέθριος]], [[βλαπτικός]], [[φθοροποιός]], [[καταστρεπτικός]] («ἄνδρα τῶνδε λυμαντήριον οἴκων», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῡμαντήριος:''' -α, -ον, [[βλαπτικός]], [[καταστρεπτικός]], σε Αισχύλ.· με γεν., αυτός που καταστρέφει, αφανίζει, στον ίδ.
}}
}}