Anonymous

λυμαντήριος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῡμαντήριος:''' -α, -ον, [[βλαπτικός]], [[καταστρεπτικός]], σε Αισχύλ.· με γεν., αυτός που καταστρέφει, αφανίζει, στον ίδ.
|lsmtext='''λῡμαντήριος:''' -α, -ον, [[βλαπτικός]], [[καταστρεπτικός]], σε Αισχύλ.· με γεν., αυτός που καταστρέφει, αφανίζει, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῡμαντήριος:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> разрушитель, погубитель ([[τῶνδε]] οἴκων Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> осквернитель, совратитель (τῆς γυναικός Aesch.).<br />оскорбительный, позорящий, позорный ([[δεσμά]] Aesch.).
}}
}}