3,273,735
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῡμαντήριος:''' -α, -ον, [[βλαπτικός]], [[καταστρεπτικός]], σε Αισχύλ.· με γεν., αυτός που καταστρέφει, αφανίζει, στον ίδ. | |lsmtext='''λῡμαντήριος:''' -α, -ον, [[βλαπτικός]], [[καταστρεπτικός]], σε Αισχύλ.· με γεν., αυτός που καταστρέφει, αφανίζει, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῡμαντήριος:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> разрушитель, погубитель ([[τῶνδε]] οἴκων Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> осквернитель, совратитель (τῆς γυναικός Aesch.).<br />оскорбительный, позорящий, позорный ([[δεσμά]] Aesch.). | |||
}} | }} |