3,277,242
edits
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαγειρικός]], -ή, -όν) [[μάγειρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάγειρο, στο [[μαγείρεμα]] ή στο [[μαγειρείο]] (α. «μαγειρικά σκεύη» β. «μαγειρικό [[άλας]]» — το [[αλάτι]] που χρησιμοποιείται για το [[άρτυμα]] τών φαγητών)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[μαγειρική]]<br />η [[εμπειρία]] και η [[τέχνη]] παρασκευής φαγητών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> η [[σειρά]] τών ενεργειών μηχανικού, φυσικού ή χημικού χαρακτήρα που αποσκοπούν στην [[επεξεργασία]] τών τροφίμων για την [[παρασκευή]] τών φαγητών τα οποία προορίζονται για τη [[διατροφή]] του ανθρώπου ευφραίνοντας συγχρόνως τη [[γεύση]] του<br /><b>2.</b> [[βιβλίο]] που περιέχει συνταγές παρασκευής διαφόρων φαγητών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[έμπειρος]] στη [[μαγειρική]], [[επιτήδειος]] στο [[μαγείρεμα]] («τοῡ μέλλοντος ἑστιάσεσθαι μὴ μαγειρικοῡ ὄντος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) το [[εμπόριο]] του κρέατος<br />β) [[φόρος]] που κατέβαλλαν οι κρεοπώλες<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μαγειρικόν</i><br />α) το [[μαγειρείο]]<br />β) οι δαπάνες για την [[παρασκευή]] φαγητού από [[κρέας]]<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μαγειρικά</i><br />η [[μαγειρική]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαγειρικῶς</i> (Α)<br />με μαγειρικὸ τρόπο, με [[μαγειρική]] [[επιτηδειότητα]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[μαγειρικός]], -ή, -όν) [[μάγειρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάγειρο, στο [[μαγείρεμα]] ή στο [[μαγειρείο]] (α. «μαγειρικά σκεύη» β. «μαγειρικό [[άλας]]» — το [[αλάτι]] που χρησιμοποιείται για το [[άρτυμα]] τών φαγητών)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[μαγειρική]]<br />η [[εμπειρία]] και η [[τέχνη]] παρασκευής φαγητών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> η [[σειρά]] τών ενεργειών μηχανικού, φυσικού ή χημικού χαρακτήρα που αποσκοπούν στην [[επεξεργασία]] τών τροφίμων για την [[παρασκευή]] τών φαγητών τα οποία προορίζονται για τη [[διατροφή]] του ανθρώπου ευφραίνοντας συγχρόνως τη [[γεύση]] του<br /><b>2.</b> [[βιβλίο]] που περιέχει συνταγές παρασκευής διαφόρων φαγητών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[έμπειρος]] στη [[μαγειρική]], [[επιτήδειος]] στο [[μαγείρεμα]] («τοῡ μέλλοντος ἑστιάσεσθαι μὴ μαγειρικοῡ ὄντος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) το [[εμπόριο]] του κρέατος<br />β) [[φόρος]] που κατέβαλλαν οι κρεοπώλες<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μαγειρικόν</i><br />α) το [[μαγειρείο]]<br />β) οι δαπάνες για την [[παρασκευή]] φαγητού από [[κρέας]]<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μαγειρικά</i><br />η [[μαγειρική]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαγειρικῶς</i> (Α)<br />με μαγειρικὸ τρόπο, με [[μαγειρική]] [[επιτηδειότητα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μᾰγειρικός:''' -ή, -όν ([[μάγειρος]]), [[κατάλληλος]] για μάγειρα ή για [[μαγειρική]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· ἡ μαγειρικὴ [[τέχνη]], η [[τέχνη]] της μαγειρικής, σε Πλάτ.· επίρρ. -[[κῶς]], με τον τρόπο ενός μάγειρα ως πραγματικού «καλλιτέχνη», σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |