μαγειρικός
English (LSJ)
μαγειρική, μαγειρικόν,
A fit for a cook or fit for cookery, ῥημάτια Ar.Eq.216; νόμοι Pl.Min.316e; πῦρ Arist. Spir.485a35; κοπίς Plu.Lyc.2; τάβλια PFay.104.4 (iii A.D.); σκεύη, τράπεζα, Ath.4.169b, 173a; ἡ μαγειρικὴ τέχνη = cookery, culinary art Pl.R.332c, Athenio 1.1; ἡ μαγειρικὴ ἐμπειρία Pl.Grg.500b; ἡ μαγειρική alone, Id.Plt.289a, Dionys.Com.2.30, etc. Adv. μαγειρικῶς, ἐσκευασμένη τροφή, opp. ὠμή, S.E.P.1.56.
2 of persons, skilled in cookery, Pl.Tht.178d. Adv. μαγειρικῶς = in a cook-like way, like a true artist, Ar.Ach.1015, Eq.376, Pax 1017.
3 μαγειρικόν, τό, = μαγειρεῖον, IG14.352i71 (but, expenses of dressing meat, 22.334.28).
4 μαγειρική, ἡ, either the meat-trade, or tax on butchers, PZen. in Arch.Pap.8.79 (iii B.C.), PUniu.Giss.2.5 (ii B.C.).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de cuisine ou de cuisinier.
Étymologie: μάγειρος.
German (Pape)
zum Koch, zum Kochen gehörig; ῥημάτια, Ar. Eq. 216; σκεύη, Ath. IV.169; κοπίς, Plut. Lycurg. 2; ἡ μαγειρική, sc. τέχνη, die Kochkunst, Plat. Polit. 289a, wie μαγειρικὴ ἐμπειρία, Gorg. 500b; διδασκαλία, ein Buch des Rhodiers Parmenon über die Kochkunst, Ath. VII.308f. – in der Kostkunft erfahren, Plat. Theag. 125c.
• Adv. μαγειρικῶς, Ar. Eq. 326, Ach. 979; μ. ἐσκευασμένη τροφή der ὠμή entggstzt, S.Emp. pyrrh. 1.56.
Russian (Dvoretsky)
μᾰγειρικός: II ὁ знаток поварского искусства Plat.
поварской или кухонный (ῥημάτια Arph.; νόμοι, τέχνη Plat.; κοπίς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰγειρικός: -ή, -όν, κατάλληλος, ἁρμόζων εἰς μάγειρον ἢ εἰς τὴν μαγειρικήν, ῥημάτια Ἀριστοφ. Ἱππ. 216· νόμοι Πλάτ. Μίνως 316Ε· πῦρ Ἀριστ. π. Πνεύμ. 9. 2· κοπὶς Πλουτ. Λυκοῦργ. 2· σκεύη, τράπεζα, Ἀθήν. 169Β, 173Α· μαγειρικόν τι ποιεῖσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 5594. 1. 71· - ἡ μαγειρικὴ τέχνη Πλάτ. Πολ. 332D· ἡ μ. ἐμπειρία ὁ αὐτ. Γοργ. 500Β· ἢ ἡ -κή, μόνον, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 289Α. 2) ἐπὶ προσώπων, πεπειραμένος, ἔμπειρος εἰς μαγειρικήν, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 178D· - Ἐπίρρ. -κῶς, μετὰ μαγειρικῆς ἐπιτηδειότητος, δηλ. τεχνηέντως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1015, Ἱππ. 376, Εἰρ. 1017.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM μαγειρικός, -ή, -όν) μάγειρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάγειρο, στο μαγείρεμα ή στο μαγειρείο (α. «μαγειρικά σκεύη» β. «μαγειρικό άλας» — το αλάτι που χρησιμοποιείται για το άρτυμα τών φαγητών)
2. το θηλ. ως ουσ. η μαγειρική
η εμπειρία και η τέχνη παρασκευής φαγητών
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ.
1. η σειρά τών ενεργειών μηχανικού, φυσικού ή χημικού χαρακτήρα που αποσκοπούν στην επεξεργασία τών τροφίμων για την παρασκευή τών φαγητών τα οποία προορίζονται για τη διατροφή του ανθρώπου ευφραίνοντας συγχρόνως τη γεύση του
2. βιβλίο που περιέχει συνταγές παρασκευής διαφόρων φαγητών
αρχ.
1. (για πρόσ.) έμπειρος στη μαγειρική, επιτήδειος στο μαγείρεμα («τοῦ μέλλοντος ἑστιάσεσθαι μὴ μαγειρικοῦ ὄντος», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. α) το εμπόριο του κρέατος
β) φόρος που κατέβαλλαν οι κρεοπώλες
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μαγειρικόν
α) το μαγειρείο
β) οι δαπάνες για την παρασκευή φαγητού από κρέας
γ) στον πληθ. τὰ μαγειρικά
η μαγειρική.
επίρρ...
μαγειρικῶς (Α)
με μαγειρικὸ τρόπο, με μαγειρική επιτηδειότητα.
Greek Monotonic
μᾰγειρικός: -ή, -όν (μάγειρος), κατάλληλος για μάγειρα ή για μαγειρική, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ἡ μαγειρικὴ τέχνη, η τέχνη της μαγειρικής, σε Πλάτ.· επίρρ. -κῶς, με τον τρόπο ενός μάγειρα ως πραγματικού «καλλιτέχνη», σε Αριστοφ.
Middle Liddell
μᾰγειρικός, ή, όν μάγειρος
fit for a cook or cookery, Ar., etc.:— ἡ μαγειρικὴ τέχνη cookery, Plat.:—adv. -κῶς, in a cook-like way, like a true "artist, " Ar.