μάννα: Difference between revisions

376 bytes added ,  31 December 2018
5
(24)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[μάνα]], η (Μ [[μάννα]])<br /><b>1.</b> η [[μητέρα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[πρωταρχικός]] [[πυρήνας]], η [[απαρχή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με την κτητ. αντων. <i>μου</i>) [[μάννα]] μου</i><br />λέγεται ως τρυφερή [[επίκληση]] προσφιλούς προσώπου<br /><b>2.</b> [[πηγή]] νερού, βρυσομάννα, [[νερομάννα]], [[κεφαλόβρυσο]], το [[σημείο]] του εδάφους από όπου αναβλύζει [[νερό]]<br /><b>3.</b> πρωτότυπο [[έγγραφο]]<br /><b>4.</b> το κεντρικό [[αυλάκι]] νερού με το οποίο ποτίζονται αγροί ή κήποι<br /><b>5.</b> το [[λεπτό]] [[σχοινί]] από το οποίο κρέμονται τα άγκιστρα του παραγαδιού, η [[δετηρία]] του παραγαδιού<br /><b>6.</b> η [[μήτρα]] ενός σχοινιού που αποτελείται από [[πολλά]] νήματα, αλλ. [[φιτίλι]], [[κολαούζος]]<br /><b>7.</b> το μόνιμα προσδεδεμένο [[άκρο]] σχοινιού του συσπάστου ή του πολυσπάστου<br /><b>8.</b> ο [[ξύλινος]] [[σκελετός]] του χαρταετού<br /><b>9.</b> η χαρτογραφική [[πλάκα]] από την οποία εκτυπώνονται οι γεωγραφικοί χάρτες<br /><b>10.</b> (σε [[μερικά]] παιχνίδια) α) ο [[πρώτος]] από τους παίκτες, ο [[αρχηγός]] της ομάδας<br />β) το [[σημείο]] αφετηρίας ή τέρματος<br /><b>11.</b> (στο [[τάβλι]]) το πρώτο [[πούλι]] στην εσώτατη [[στήλη]] («μού έπιασε τη [[μάννα]]»)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «[[είναι]] [[μάννα]] στο...» — [[είναι]] πολύ [[επιτήδειος]] σε [[κάτι]]<br />β) «όπως τον γέννησε η [[μάννα]] του» — [[ολόγυμνος]]<br />γ) «να τρώει η [[μάννα]] και του παιδιού να μη δίνει» — λέγεται για πολύ νόστιμο [[φαγητό]]<br />δ) «[[μάννα]] μου!» — λέγεται ως [[επιφώνημα]] έντονου συναισθήματος, [[δηλαδή]] πόνου, λύπης, φόβου, έκπληξης, θαυμασμού<br /><b>13.</b> <b>παροιμ.</b> α) «έχασ' η [[μάννα]] το [[παιδί]] και το [[παιδί]] τη [[μάννα]]» — λέγεται σε περιπτώσεις [[μεγάλης]] κοσμοσυρροής και αταξίας<br />β) «λούζεις με, χτενίζεις με, [[ξέρω]] ποια 'ναι η [[μάννα]] μου» — οι φροντίδες από [[ξένο]] [[άτομο]] δεν μπορούν να αναπληρώσουν τη μητρική [[στοργή]]<br />γ) «[[κατά]] [[μάννα]] [[κατά]] κύρη [[κατά]] γιο και [[θυγατέρα]]» — τα [[παιδιά]] μοιάζουν [[συνήθως]] ως [[προς]] τον χαρακτήρα στους γονείς τους<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[μητρόπολη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μάννας [[υἱός]]» — [[ανδρείος]], [[γενναίος]], [[τολμηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάμμη]], με ανομοιωτική [[τροπή]] τών -<i>μ</i>- σε -<i>ν</i>-. Το ουσιαστικό [[μάννα]] εμφανίζεται ως β' συνθετικό σε νεοελλ. ονόματα με μεγεθ. σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[καβουρομάννα]]), στα οποία η λ. [[μάννα]] προσδίδει την [[έννοια]] του μεγάλου και αντιπροσωπευτικού είδους [[ανάμεσα]] σε μικρότερα ομοειδή.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> <i>αβγομάννα</i>, <i>αγγουρομάννα</i>, [[αετομάννα]], <i>βρυσομάννα</i>, [[θαλασσομάννα]], [[καβουρομάννα]], [[μαξιλαρομάννα]], <i>μαρουλομάννα</i>, <i>μελισσομάννα</i>, [[νερομάννα]], <i>ορτυκομάννα</i>, [[περδικομάννα]], <i>ποντικομάννα</i>, [[σταυρομάννα]], [[φελλομάννα]], <i>φιδομάννα</i>, <i>χταποδομάννα</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[μάννα]] και [[μάννη]], ἡ (Α)<br /><b>φρ.</b> α) «[[μάννα]] λιβάνου» ή, [[απλώς]], «[[μάννα]]» — [[σκόνη]] ή μικρό [[τεμάχιο]], [[κόκκος]] λιβάνου<br />β) «[[μάννα]] λιβανωτοῡ» — το [[κόμμι]] του δένδρου [[λίβανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης].———————— <b>(III)</b><br />το (AM [[μάννα]], τὸ και [[μάννα]], ή, Α και [[μάννη]], ἡ)<br />η θεόπεμπτη [[τροφή]] τών Εβραίων που αντικατέστησε τον άρτο στην έρημο («οἱ πατέρες ἡμῶν [[μάννα]] [[ἔφαγον]] ἐν τῇ ἐρήμω», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] απροσδόκητο [[αγαθό]]<br /><b>2.</b> σακχαρούχες εκκρίσεις διαφόρων [[φυτών]], εδώδιμες ή φαρμακευτικές, ως επί το πλείστον καθαρτικές<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μάννα]] τών Εβραίων» — [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού [[λεκάνορα]]<br />β) «[[μάννα]] του ουρανού» — [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού Cyperus esculentus.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> εβραϊκό <i>m</i><i>ā</i><i>n</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[μάνα]], η (Μ [[μάννα]])<br /><b>1.</b> η [[μητέρα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[πρωταρχικός]] [[πυρήνας]], η [[απαρχή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με την κτητ. αντων. <i>μου</i>) [[μάννα]] μου</i><br />λέγεται ως τρυφερή [[επίκληση]] προσφιλούς προσώπου<br /><b>2.</b> [[πηγή]] νερού, βρυσομάννα, [[νερομάννα]], [[κεφαλόβρυσο]], το [[σημείο]] του εδάφους από όπου αναβλύζει [[νερό]]<br /><b>3.</b> πρωτότυπο [[έγγραφο]]<br /><b>4.</b> το κεντρικό [[αυλάκι]] νερού με το οποίο ποτίζονται αγροί ή κήποι<br /><b>5.</b> το [[λεπτό]] [[σχοινί]] από το οποίο κρέμονται τα άγκιστρα του παραγαδιού, η [[δετηρία]] του παραγαδιού<br /><b>6.</b> η [[μήτρα]] ενός σχοινιού που αποτελείται από [[πολλά]] νήματα, αλλ. [[φιτίλι]], [[κολαούζος]]<br /><b>7.</b> το μόνιμα προσδεδεμένο [[άκρο]] σχοινιού του συσπάστου ή του πολυσπάστου<br /><b>8.</b> ο [[ξύλινος]] [[σκελετός]] του χαρταετού<br /><b>9.</b> η χαρτογραφική [[πλάκα]] από την οποία εκτυπώνονται οι γεωγραφικοί χάρτες<br /><b>10.</b> (σε [[μερικά]] παιχνίδια) α) ο [[πρώτος]] από τους παίκτες, ο [[αρχηγός]] της ομάδας<br />β) το [[σημείο]] αφετηρίας ή τέρματος<br /><b>11.</b> (στο [[τάβλι]]) το πρώτο [[πούλι]] στην εσώτατη [[στήλη]] («μού έπιασε τη [[μάννα]]»)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «[[είναι]] [[μάννα]] στο...» — [[είναι]] πολύ [[επιτήδειος]] σε [[κάτι]]<br />β) «όπως τον γέννησε η [[μάννα]] του» — [[ολόγυμνος]]<br />γ) «να τρώει η [[μάννα]] και του παιδιού να μη δίνει» — λέγεται για πολύ νόστιμο [[φαγητό]]<br />δ) «[[μάννα]] μου!» — λέγεται ως [[επιφώνημα]] έντονου συναισθήματος, [[δηλαδή]] πόνου, λύπης, φόβου, έκπληξης, θαυμασμού<br /><b>13.</b> <b>παροιμ.</b> α) «έχασ' η [[μάννα]] το [[παιδί]] και το [[παιδί]] τη [[μάννα]]» — λέγεται σε περιπτώσεις [[μεγάλης]] κοσμοσυρροής και αταξίας<br />β) «λούζεις με, χτενίζεις με, [[ξέρω]] ποια 'ναι η [[μάννα]] μου» — οι φροντίδες από [[ξένο]] [[άτομο]] δεν μπορούν να αναπληρώσουν τη μητρική [[στοργή]]<br />γ) «[[κατά]] [[μάννα]] [[κατά]] κύρη [[κατά]] γιο και [[θυγατέρα]]» — τα [[παιδιά]] μοιάζουν [[συνήθως]] ως [[προς]] τον χαρακτήρα στους γονείς τους<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[μητρόπολη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μάννας [[υἱός]]» — [[ανδρείος]], [[γενναίος]], [[τολμηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάμμη]], με ανομοιωτική [[τροπή]] τών -<i>μ</i>- σε -<i>ν</i>-. Το ουσιαστικό [[μάννα]] εμφανίζεται ως β' συνθετικό σε νεοελλ. ονόματα με μεγεθ. σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[καβουρομάννα]]), στα οποία η λ. [[μάννα]] προσδίδει την [[έννοια]] του μεγάλου και αντιπροσωπευτικού είδους [[ανάμεσα]] σε μικρότερα ομοειδή.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> <i>αβγομάννα</i>, <i>αγγουρομάννα</i>, [[αετομάννα]], <i>βρυσομάννα</i>, [[θαλασσομάννα]], [[καβουρομάννα]], [[μαξιλαρομάννα]], <i>μαρουλομάννα</i>, <i>μελισσομάννα</i>, [[νερομάννα]], <i>ορτυκομάννα</i>, [[περδικομάννα]], <i>ποντικομάννα</i>, [[σταυρομάννα]], [[φελλομάννα]], <i>φιδομάννα</i>, <i>χταποδομάννα</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[μάννα]] και [[μάννη]], ἡ (Α)<br /><b>φρ.</b> α) «[[μάννα]] λιβάνου» ή, [[απλώς]], «[[μάννα]]» — [[σκόνη]] ή μικρό [[τεμάχιο]], [[κόκκος]] λιβάνου<br />β) «[[μάννα]] λιβανωτοῡ» — το [[κόμμι]] του δένδρου [[λίβανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης].———————— <b>(III)</b><br />το (AM [[μάννα]], τὸ και [[μάννα]], ή, Α και [[μάννη]], ἡ)<br />η θεόπεμπτη [[τροφή]] τών Εβραίων που αντικατέστησε τον άρτο στην έρημο («οἱ πατέρες ἡμῶν [[μάννα]] [[ἔφαγον]] ἐν τῇ ἐρήμω», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] απροσδόκητο [[αγαθό]]<br /><b>2.</b> σακχαρούχες εκκρίσεις διαφόρων [[φυτών]], εδώδιμες ή φαρμακευτικές, ως επί το πλείστον καθαρτικές<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μάννα]] τών Εβραίων» — [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού [[λεκάνορα]]<br />β) «[[μάννα]] του ουρανού» — [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού Cyperus esculentus.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> εβραϊκό <i>m</i><i>ā</i><i>n</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μάννᾰ:''' ἡ, εβραϊκή [[λέξη]], το [[μάννα]] του ουρανού, [[μπουκιά]], κόκκοι δημητριακών, η [[κολλώδης]] [[ουσία]] από τον καρπό του τροπικού δέντρου Ταμάρινδος· γενικά, [[φαγητό]], [[τροφή]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}