μασχαλιαίος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(24)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α μασχαλιαῑος, -<i>αία</i>, -ον) [[μασχάλη]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στη [[μασχάλη]] (α. «[[μασχαλιαία]] [[αρτηρία]]» β. «[[μασχαλιαία]] λεμφογάγγλια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μασχαλιαία]] [[πλίνθος]]» — [[κόσμημα]] κίονα ή, κατ' άλλους, [[γωνιαίος]] [[λίθος]].
|mltxt=-α, -ο (Α μασχαλιαῖος, -<i>αία</i>, -ον) [[μασχάλη]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στη [[μασχάλη]] (α. «[[μασχαλιαία]] [[αρτηρία]]» β. «[[μασχαλιαία]] λεμφογάγγλια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μασχαλιαία]] [[πλίνθος]]» — [[κόσμημα]] κίονα ή, κατ' άλλους, [[γωνιαίος]] [[λίθος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 28 March 2021

Greek Monolingual

-α, -ο (Α μασχαλιαῖος, -αία, -ον) μασχάλη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στη μασχάλη (α. «μασχαλιαία αρτηρία» β. «μασχαλιαία λεμφογάγγλια»)
αρχ.
φρ. «μασχαλιαία πλίνθος» — κόσμημα κίονα ή, κατ' άλλους, γωνιαίος λίθος.