μασχάλη
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
[χᾰ], ἡ,
A armpit, arm-pit, ὑπὸ μασχάλῃ h.Merc.242, etc.; in plural, Ar.Ach.852, Ec.60; μασχάλην αἴρειν, = κωθωνίζεσθαι, Cratin.298; οἰνωμένος μ. ἆραι Ael.Ep.15; of animals, λύκοι νεβρὸν φέρουσιν ἀμφὶ μασχάλαις A.Fr.39; μ. τῶν ἐμπροσθίων σκελῶν, of elephants, Arist.PA688b5.
II in trees and plants, hollow at base of a shoot, axil, Thphr. CP 1.6.4; hence, branch, Id.HP3.15.1.
2 young palm-twigs for making baskets or ropes, Hsch.
3 part of the olive-leaf, Id.; of the leaf of ἀνδρόσαιμον, Dsc.3.156.
III bay, Str.6.2.3.
2 corner, ἁ βυβλίνα μ. Tab.Heracl.1.92.
IV in a ship, the part of the πρῷρα to which the ἀρτέμων is fastened, Hsch.
V part of a dirigible χελώνη, Ath.Mech.34.5.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
aisselle : μασχάλην αἴρειν ÉL lever l'aisselle, càd rire aux éclats, d'un rire qui secoue et soulève les épaules.
Étymologie: cf. μάλη.
German (Pape)
ἡ (vgl. μάλη, Achsel), die Achselhöhlung unter dem Oberarm, H.h. Merc. 242; λύκοι νεβρὸν φέρουσιν ἀμφὶ μασχάλαις, Aesch. frg. bei Schol. Il. 13.198; μασχάλην αἴρειν, sprichwörtlich von Zechern, die mit emporgehobenen Armen unbändig lachen (vgl. Od. 18.100, χεῖρας ἀνασχόμενοι γέλω ἔκθανον), Cratin. bei Poll. 6.26; Zenob. 5.7; Hesych. – übertragen, jede Höhlung, Einbiegung:
a Einbug bei einem Vorgebirge, Strab. 6.2.7 (vgl. ἀγκών).
b am Schiffe, der Teil der πρώρα, wo sich der ἀρτέμων befindet, Hesych.
c an Pflanzen, die Höhlung unter einem hervorgebrochenen Blatte oder jungen Schößlinge, Theophr., Diosc., ala, axilla, Plin., und dah. auch der junge Schößling einer Pflanze, bes. junge Palmzweige, aus denen man Körbe flocht und Stricke drehte, vgl. μασχάλιος. – Auch ein Teil am Olivenblatte, Hesych.
Russian (Dvoretsky)
μασχάλη: (χᾰ) ἡ подмышка HH, Arph. etc.
Greek (Liddell-Scott)
μασχάλη: [ᾰ], ἡ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. ala, axilla, ὑπὸ μασχάλῃ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 242, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 852, Ἐκκλ. 60· μασχάλην αἴρειν, ἐπὶ ἀνθρώπων ἠχηρῶς, θορυβωδῶς γελώντων, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 63 (ὡς ἐν Ὀδ. Σ. 100· χεῖρας ἀνασχόμενοι γέλω ἔκθανον)· οἰνωμένον μασχάλην ἆραι Αἰλ. Ἀγροικικ. Ἐπιστ. 15, «μασχάλην αἴρειν κωθωνίζεσθαι καὶ πίνειν, ὡς ἄνω τὴν μασχάλην αἴρωμεν ἐκπεπωκότες» Ἡσύχ.: ― ἐπὶ ζῴων, λύκοι νεφρὸν φέρουσιν ἀμφὶ μασχάλαις Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 33· μ. τῶν ἐμπροσθίων σκελῶν, ἐπὶ ἐλεφάντων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 37. ΙΙ. ἐπὶ δένδρων καὶ φυτῶν, τὸ ὑπὸ νέον βλαστὸν ὑπάρχον κοίλωμα, ὡς τὸ τοῦ Πλινίου, ala, axilla, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 4· ― ὡσαύτως, ὡς τὸ θαλλός, ἐπὶ νέων ἐκ φοίνικος κλάδων χρησίμων πρὸς κατασκευὴν καλαθίων ἢ σχοινίων, Ἡσύχ.· ― ὡσαύτως, μέρος τοῦ φύλλου ἐλαίας, Ἡσύχ. ΙΙΙ. μικρὸς κόλπος, ὡς τὸ ἀγκών, Στράβ. 257, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 92. IV. ἐπὶ πλοίου, μέρος τι τῆς πρῴρας εἰς ὃ ὁ ἀρτέμων προσαρμόζεται, Ἡσύχ. (Πρβλ. μάλη· καὶ περὶ τῆς σημασ. ΙΙ, ἴδε μόσχος· ― ἂν καὶ ὑπάρχει μεγάλη ὁμοιότης πρὸς τὸ Λατ. axilla, κατά τε τὸν τύπον καὶ τὴν ἔννοιαν, ὅμως ἡ συγγένεια εἶναι ἀμφίβολος, ἴδε ἐν λέξ. ἄκχος).
Greek Monolingual
και μασκάλη και αμασκάλη, η (ΑM μασχάλη)
1. ανατ. κοιλότητα που σχηματίζεται στη ρίζα του άνω άκρου ανάμεσα στον βραχίονα και στο θωρακικό τοίχωμα
2. (για ζώα) η κοιλότητα που σχηματίζεται μεταξύ της ρίζας τών μπροστινών ποδιών και του κορμού
3. (για φυτά) η γωνία που σχηματίζεται μεταξύ του μίσχου τών φύλλων ή παρόμοιων οργάνων και του βλαστού από τον οποίο εκφύεται ο μίσχος
νεοελλ.
1. το μέρος του ενδύματος το οποίο αντιστοιχεί με τη μασχάλη
2. ναυτ. η κορυφή της οξείας γωνίας που σχηματίζει ο λιμενοβραχίονας με το κρηπίδωμα της παραλίας ή με την ακτή
αρχ.
1. νεαρός βλαστός φοίνικα, ο οποίος χρησίμευε για κατασκευή καλαθιών ή σχοινιών
2. κλαδί
3. μέρος του φύλλου της ελιάς και άλλων φυτών
4. μικρός κόλπος («καμπτομένης ἐπὶ πολὺ πρὸς ἕω καὶ μασχάλην τινὰ ποιούσης», Στράβ.)
5. γωνία
6. μέρος της πλώρης του πλοίου, στο οποίο προσαρμόζεται το μικρό ιστίο αρτέμων
7. μέρος της πολιορκητικής μηχανής χελώνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. αγκάλη), που συνδέεται με τον τ. μάλη.
ΠΑΡ. μασχαλιαίος, μασχαλίζω, μασχαλός
αρχ.
μασχαλέον, μασχάλιον.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) υπομάσχαλος
αρχ.
αμφιμάσχαλος, ετερομάσχαλος, πολυμάσχαλος, τραγομάσχαλος
νεοελλ.
παραμάσκαλα].
Greek Monotonic
μασχάλη: [ᾰ], ἡ (μάλη)·
I. μασχάλη, Λατ. ala, axilla, σε Αριστοφ. κ.λπ.
II. θαλάσσιος κόλπος, σε Στράβ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: armpit (h. Merc.; Zumbach Neuerungen 11), metaph. axil, branch (Thphr., Strömberg Theophrastea 47), bend of the coast (Str.) etc.
Compounds: Compp., e.g. ἀμφι-μάσχαλος with two arm-holes (χιτών, com.).
Derivatives: μασχαλίς f. axil (Thphr.), μασχάλι(ν)ον, -εον (-έον cod.) f. basket from palmtwigs (H., sch.), -ιαῖος belonging to the armpit (inscr., medic.); μασχαλιστήρ girdle in the arm-pits (Hdt., A.; like βραχιονιστήρ a.o., Chantraine Form. 328), formally from the denominativ μασχαλίζομαι, prob. prop. "be girded in the arm-pits", euphemistical (ironical) expression for mutilate, when acc. to antique informants the extremities including nose and ears were cut off and fastened to a string running through the arm-pits; from there μασχαλισμός mutilation, μασχαλίσματα pl. cut off extremities (A., S., Lex.; cf. Nilsson Gr. Rel. 1, 99 w. n. 2). The correctness of this old interpretation is doubted a. o. by Boehm P.-W. 14, 2060ff.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On the formation cf. esp. ἀγκάλη bent arm; further unclear. Wrong Prellwitz BB 26, 309 and Wb. s. v. (s. Bq), H. Lewy KZ 59, 185ff. (Semitic; cf. Kretschmer Glotta 22, 262). - No doubt a Pre-Greek word. -- Cf. μάλη.
Middle Liddell
μᾰσχάλη, ἡ, μάλη
I. the armpit, Lat. ala, axilla, Ar., etc.
II. a bay, Strab.
Frisk Etymology German
μασχάλη: {maskhálē}
Grammar: f.
Meaning: Achselhöhle (seit h. Merc.; Zumbach Neuerungen 11), übertr. ‘Ast-, Blattwinkel, Ast’ (Thphr., Strömberg Theophrastea 47), Meeresbucht (Str.) usw.
Composita: Kompp., z.B. ἀμφιμάσχαλος beide Achselhöhlen umschließend (χιτών, Kom.).
Derivative: Davon μασχαλίς f. ‘Ast(winkel)’ (Thphr. u. a.), μασχάλι(ν)ον, -εον (-έον cod.) f. Korb aus Palmenzweigen (H., Sch.), -ιαῖος ‘zur Achselhöhle usw. gehörig’ (Inschr., Mediz.); μασχαλιστήρ in den Achselhöhlen laufender Gürtel (Hdt., A. u.a.; wie βραχιονιστήρ u.a., Chantraine Form. 328), formal von dem Denominativum μασχαλίζομαι, wohl eig. "in den Achselhöhlen umgegürtet werden", euphemistischer (ironischer) Ausdruck für verstümmeln, wobei nach antiken Gewährsmännern die Extremitäten einschließlich Nase und Ohren abgeschnitten und auf eine in den Achselhöhlen laufende Schnur aufgereiht wurden; davon μασχαλισμός Verstümmelung, μασχαλίσματα pl. abgeschnittene Glieder (A., S., Lex.; vgl. Nilsson Gr. Rel. 1, 99 m. A. 2 u. Lit.). Die Richtigkeit dieser alten Deutung wird u. a. von Boehm P.-W. 14, 2060ff. in Zweifel gezogen.
Etymology: Zur Bildung vgl. bes. ἀγκάλη der gekrümmte Arm; sonst dunkel. Abzulehnen Prellwitz BB 26, 309 und Wb. s. v. (s. Bq), H. Lewy KZ 59, 185ff. (semitisch; vgl. Kretschmer Glotta 22, 262). — Vgl. μάλη.
Page 2,183-184
Mantoulidis Etymological
Ἀντί μάλη (ὑπό μάλης). Πιθανόν Ἀπό ρίζα μα- τοῦ μαλη + σχαλ (σχαλίς=περόνη).
Translations
armpit
Acehnese: geutiëk; Ainu: ハトポㇰ; Albanian: sqetull; Amharic: ብብት; Arabic: إِبْط; Egyptian Arabic: باط; Bahrani Arabic: دلدوغ; Hijazi Arabic: باط; Armenian: անութ, թեւատակ; Assamese: কাষলতি; Asturian: sobacu; Azerbaijani: qoltuq; Balinese: sipah; Bashkir: ҡултыҡ; Basque: besape, galtzarbe; Bau Bidayuh: kropa; Belarusian: падпаха; Bengali: বগল; Bikol Central: yukyok; Bulgarian: подмишница; Burmese: ချိုင်း; Catalan: aixella, axil·la; Central Dusun: pokilok; Central Melanau: awiek; Chakma: 𑄦𑄉𑄧𑄖𑄴𑄧𑄣𑄨; Chinese Cantonese: 胳肋底, 腋下, 腋窩, 腋窝; Mandarin: 夾肢窩, 夹肢窝, 腋窩, 腋窝, 腋下; Coptic: ⲁϭⲟ; Cornish: kasel; Czech: podpaží, podpažní jamka; Dalmatian: scul, skul; Danish: armhule; Dupaningan Agta: alipep; Dutch: oksel; Esperanto: akselo, subbrako; Estonian: kaenlaauk, kaenal; Faroese: armhola; Finnish: kainalo, kainalokuoppa; French: aisselle; Friulian: lesine; Galician: axila, sobaco, sobrazo, colexo; Gallurese: suilcu; Georgian: იღლია; German: Achselhöhle; Gorontalo: huwange'e; Greek: μασχάλη; Ancient Greek: μασχάλη, μάλη; Guaraní: jyvaguy; Haitian Creole: anba bra; Hebrew: שחי, בֵּית הַשֶּׁחִי; Hindi: बग़ल; Hungarian: hónalj; Icelandic: handarkriki, holhönd; Ido: axelo; Ilocano: kilikili; Indonesian: ketiak; Ingrian: kainalo; Iranun: irek; Irish: ascaill; Italian: ascella; Japanese: 脇の下, 腋下, 腋窩; Javanese: ketek, kelek; Kapampangan: kilikili; Karelian: kainalo; Kashmiri: کَژھ; Kazakh: қолтық; Khmer: ក្លៀក; Kikuyu: njegeeke; Kimaragang: pokilok; Korean: 겨드랑이, 액와; Kriol: ngarlmarr; Kurdish Northern Kurdish: binçeng; Latin: axilla, ala; Latvian: paduse; Lithuanian: pažastis; Livonian: kāinal; Livvi: kainalo; Lotud: pokilok; Ludian: kainal; Macedonian: пазува; Malay: ketiak, kelek; Malayalam: കക്ഷം; Maltese: abt; Manchu: ᠣᡥᠣ; Maori: kēkē; Maranao: irek, kedekede; Marathi: काख; Navajo: achʼáayah, achʼáháyah; Ngazidja Comorian: kapwa; Norwegian Bokmål: armhule, armhole; Nynorsk: armhole; Occitan: aissèla; Ojibwe: nining; Old English: ocusta, oxn; Oromo: bobaa; Ottoman Turkish: قولتق, ابط, بغل; Persian: زیر بغل, کش; Polish: pacha; Portuguese: axila, sovaco; Rapa Nui: ha'iga; Romani: thak; Romanian: subraț, subsuoară; Rungus: pokillok; Russian: подмышечная впадина, подмышка, пазуха; Sabah Bisaya: palikoyok; Sardinian Campidanese: suércu; Logudorese: surbíccu, suircu; Sassarese: suircu; Scottish Gaelic: achlais; Sebop: itek; Serbo-Croatian Cyrillic: па̏зухо, па̏зух; Roman: pȁzuho, pȁzuh; Sicilian: scidda; Slovak: podpazušie, pazucha; Slovene: pazduha, podpazduha; Spanish: axila, sobaco; Sudovian: valtas; Sundanese: kelek, dehe; Swahili: kwapa; Swedish: armhåla; Sylheti: ꠛꠉꠟ; Tagal Murut: pakilok; Tagalog: kilikili; Tamil: அக்குள்; Tausug: iluk; Telugu: చంక; Thai: รักแร้; Timugon Murut: pakilok; Turkish: aksilla, koltuk altı; Turkmen: goltuk; Ukrainian: пахва, паха; Urdu: بغل; Uzbek: qoʻltiq; Venetian: asela, scajo, lexena; Veps: kaimol; Vietnamese: nách; Voro: kainal; Votic: kainalo; Waray-Waray: kedekede; Welsh: cesail; West Coast Bajau: kape; West Frisian: earmsholte; Yakan: ilek; Yiddish: פּאַכווע; Yucatec Maya: xiikʼ; Zulu: ikhwapha