μάτη: Difference between revisions

121 bytes added ,  31 December 2018
5
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μάτη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[μάταιος]] [[κόπος]], [[ανοησία]], [[σφάλμα]] («μάτας εἰπών», Στησίχ.)<br /><b>2.</b> (ως [[μέτρο]]) το 1/2 της αρτάβης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί [[ωστόσο]] η [[άποψη]] ότι ο τ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ā</i>-<i>t</i>- και συνδέεται με σλαβ. <i>mat</i>-<i>am</i>, <i>mat</i>-<i>ać</i> «[[στρίβω]], [[ψεύδομαι]], [[απατώ]]» και με το ρ. [[μηνύω]], [[άποψη]] όμως ελάχιστα πιθανή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μάταιος]], [[ματαιώνω]], [[μάτην]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ματάζω]], [[ματία]].
|mltxt=[[μάτη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[μάταιος]] [[κόπος]], [[ανοησία]], [[σφάλμα]] («μάτας εἰπών», Στησίχ.)<br /><b>2.</b> (ως [[μέτρο]]) το 1/2 της αρτάβης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί [[ωστόσο]] η [[άποψη]] ότι ο τ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ā</i>-<i>t</i>- και συνδέεται με σλαβ. <i>mat</i>-<i>am</i>, <i>mat</i>-<i>ać</i> «[[στρίβω]], [[ψεύδομαι]], [[απατώ]]» και με το ρ. [[μηνύω]], [[άποψη]] όμως ελάχιστα πιθανή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μάταιος]], [[ματαιώνω]], [[μάτην]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ματάζω]], [[ματία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μάτη:''' [ᾰ], ἡ, = [[ματία]], [[ανοησία]], [[σφάλμα]], σε Αισχύλ.
}}
}}