μινυρίζω: Difference between revisions

5
(25)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[μινυρίζω]])<br /><b>1.</b> [[παραπονιέμαι]] με σιγανή [[φωνή]], [[σιγοκλαίω]], [[κλαψουρίζω]] («εμινύριζεν [[ακόμη]] η [[θρηνώδης]] [[φωνή]] του βρέφους», Παπαδ.)<br /><b>2.</b> [[τραγουδώ]] με σιγανή [[φωνή]], [[σιγοτραγουδώ]] («ὅδ' αὖ μινυρίζων δεῡρό τις προσέρχεται», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λεξιλογική [[ομάδα]] [[μινυρός]], [[μινυρίζω]], [[μινύρομαι]] συνδέεται άμεσα με εκείνην τών [[κινυρός]] «[[θρηνώδης]], [[γοερός]]», [[κινυρίζω]], [[κινύρομαι]] «[[θρηνώ]], [[οδύρομαι]]» (<b>βλ. λ.</b> [[κινυρός]]). Το λατ. <i>minurrio</i> «[[κλαψουρίζω]]» [[πρέπει]] να [[είναι]] [[δάνειο]] από την ελλ. σχηματισμένο [[κατά]] τον τύπο του <i>ligurrio</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[επίσης]] λ. [[μύρομαι]])].
|mltxt=(Α [[μινυρίζω]])<br /><b>1.</b> [[παραπονιέμαι]] με σιγανή [[φωνή]], [[σιγοκλαίω]], [[κλαψουρίζω]] («εμινύριζεν [[ακόμη]] η [[θρηνώδης]] [[φωνή]] του βρέφους», Παπαδ.)<br /><b>2.</b> [[τραγουδώ]] με σιγανή [[φωνή]], [[σιγοτραγουδώ]] («ὅδ' αὖ μινυρίζων δεῡρό τις προσέρχεται», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λεξιλογική [[ομάδα]] [[μινυρός]], [[μινυρίζω]], [[μινύρομαι]] συνδέεται άμεσα με εκείνην τών [[κινυρός]] «[[θρηνώδης]], [[γοερός]]», [[κινυρίζω]], [[κινύρομαι]] «[[θρηνώ]], [[οδύρομαι]]» (<b>βλ. λ.</b> [[κινυρός]]). Το λατ. <i>minurrio</i> «[[κλαψουρίζω]]» [[πρέπει]] να [[είναι]] [[δάνειο]] από την ελλ. σχηματισμένο [[κατά]] τον τύπο του <i>ligurrio</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[επίσης]] λ. [[μύρομαι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῐνῠρίζω:''' ([[μινυρός]]), [[κυρίως]] σε ενεστ. και παρατ., [[παραπονιέμαι]] χαμηλόφωνα, [[κλαψουρίζω]], [[μουρμουρίζω]], σε Όμηρ.· γενικά, [[τραγουδώ]] σε χαμηλό, απαλό τόνο, [[τραγουδώ]] με τρίλιες, [[ψιθυρίζω]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}