Anonymous

μινυρίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῐνῠρίζω:''' ([[μινυρός]]), [[κυρίως]] σε ενεστ. και παρατ., [[παραπονιέμαι]] χαμηλόφωνα, [[κλαψουρίζω]], [[μουρμουρίζω]], σε Όμηρ.· γενικά, [[τραγουδώ]] σε χαμηλό, απαλό τόνο, [[τραγουδώ]] με τρίλιες, [[ψιθυρίζω]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''μῐνῠρίζω:''' ([[μινυρός]]), [[κυρίως]] σε ενεστ. και παρατ., [[παραπονιέμαι]] χαμηλόφωνα, [[κλαψουρίζω]], [[μουρμουρίζω]], σε Όμηρ.· γενικά, [[τραγουδώ]] σε χαμηλό, απαλό τόνο, [[τραγουδώ]] με τρίλιες, [[ψιθυρίζω]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῐνῠρίζω:''' (только praes., impf. и aor.)<br /><b class="num">1)</b> скулить, ныть ([[μήτι]] μοι μινύριζε Hom.);<br /><b class="num">2)</b> печально напевать, жалобно стонать (μινυρίζοντες [[μέλη]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> (о птицах) щебетать или визжать, пищать ([[βοᾶν]] καὶ μ. Arst.).
}}
}}