μουσαίος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(26) |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=μουσαῖος, -αία, -ον (Α) [[μούσα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Μούσες. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:54, 28 March 2021
Greek Monolingual
μουσαῖος, -αία, -ον (Α) μούσα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Μούσες.