Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μουσαίος

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270

Greek Monolingual

μουσαῖος, -αία, -ον (Α) μούσα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Μούσες.