μουσαίος

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

μουσαῖος, -αία, -ον (Α) μούσα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Μούσες.