μύκημα: Difference between revisions

5
(26)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μύκημα]], τὸ (ΑΜ, Α και μήκωμα) [[μυκώμαι]]<br />[[μυκηθμός]], μουκάνισμα, [[μούγκρισμα]] («μόσχου μυκήματι [[βρύχημα]] ποιοῡντες ὅμοιον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κρότος]] της βροντής<br /><b>2.</b> [[ισχυρός]] [[ήχος]] («[[ἄγγελος]] αὐτῷ οὐρανίης ὀάριζε σοφῷ μυκήματι φωνῆς», <b>Νόνν.</b>).
|mltxt=[[μύκημα]], τὸ (ΑΜ, Α και μήκωμα) [[μυκώμαι]]<br />[[μυκηθμός]], μουκάνισμα, [[μούγκρισμα]] («μόσχου μυκήματι [[βρύχημα]] ποιοῡντες ὅμοιον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κρότος]] της βροντής<br /><b>2.</b> [[ισχυρός]] [[ήχος]] («[[ἄγγελος]] αὐτῷ οὐρανίης ὀάριζε σοφῷ μυκήματι φωνῆς», <b>Νόνν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μύκημα:''' [ῡ], τό, [[μούγκρισμα]], [[μουγκανητό]], [[μουγκρητό]], λέγεται για βόδια, σε Ευρ.· λέγεται για θηλυκό [[λιοντάρι]], σε Θεόκρ.· το [[μουγκρητό]] του κεραυνού, σε Αισχύλ.
}}
}}