Anonymous

μύκημα: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μύκημα:''' [ῡ], τό, [[μούγκρισμα]], [[μουγκανητό]], [[μουγκρητό]], λέγεται για βόδια, σε Ευρ.· λέγεται για θηλυκό [[λιοντάρι]], σε Θεόκρ.· το [[μουγκρητό]] του κεραυνού, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μύκημα:''' [ῡ], τό, [[μούγκρισμα]], [[μουγκανητό]], [[μουγκρητό]], λέγεται για βόδια, σε Ευρ.· λέγεται για θηλυκό [[λιοντάρι]], σε Θεόκρ.· το [[μουγκρητό]] του κεραυνού, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μύκημα:''' ατος (ῡ) τό<br /><b class="num">1)</b> мычание (μυκήματα [[βοῶν]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> рев, рычание (λεαίνης Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> гул, раскаты (βροντῆς Aesch.).
}}
}}