νηστεία: Difference between revisions

5
(27)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και νήστεια, η (ΑΜ [[νηστεία]], Μ και νήστεια και νηστειά) [[νηστεύω]]<br /><b>1.</b> [[αποχή]] από το [[φαγητό]], μη [[λήψη]] τροφής, [[ασιτία]]<br /><b>2.</b> εκούσια [[αποδοχή]] για μία ή περισσότερες ημέρες από ορισμένες ή και όλες τις τροφές [[μέσα]] στα πλαίσια συγκεκριμένων θρησκευτικών ή πνευματικών σκοπών<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[αποχή]] για ένα ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]] από τις σαρκικές απολαύσεις, [[αλλά]] και από [[κάθε]] [[ευχαρίστηση]] ή [[ηδονή]] που πηγάζει από επίγεια [[αγαθά]]<br /><b>4.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του οποίου τελείται η εκούσια [[αποχή]] από ορισμένα φαγητά («η [[νηστεία]] του [[Πάσχα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διατροφή]] [[ελλιπής]] και [[ανεπαρκής]] για να ζήσει [[κανείς]] («η [[ακαματιά]], η [[φτώχεια]] και η νήστεια πρωτοξάδελφα», παροιμ.)<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] και ακούσια [[καθυστέρηση]] στη [[λήψη]] τροφής [[κατά]] τη [[διάρκεια]] μιας μέρας<br /><b>3.</b> σχολική [[τιμωρία]] παλαιότερων αναχρονιστικών παιδαγωγικών συστημάτων, [[κατά]] την οποία ο [[δάσκαλος]] υποχρέωνε τον μαθητή να παραμείνει στο [[σχολείο]] μερικές ώρες [[μετά]] τη [[λήξη]] τών μαθημάτων και να μένει [[νηστικός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Κυριακές τών Νηστειών»<br /><b>εκκλ.</b> οι [[πέντε]] Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής που προηγούνται της Κυριακής τών Βαΐων<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «νηστεύει ο [[δούλος]] του θεού, [[γιατί]] φαΐ δεν έχει» — λέγεται ειρωνικά γι' αυτούς που αναγκάζονται να νηστέψουν [[επειδή]] δεν έχουν να φάνε<br /><b>μσν.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[εγκράτεια]] στο [[φαγητό]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[τρίτη]] [[ημέρα]] της εορτής τών Θεσμοφορίων, [[κατά]] την οποία απείχαν από το [[φαγητό]].
|mltxt=και νήστεια, η (ΑΜ [[νηστεία]], Μ και νήστεια και νηστειά) [[νηστεύω]]<br /><b>1.</b> [[αποχή]] από το [[φαγητό]], μη [[λήψη]] τροφής, [[ασιτία]]<br /><b>2.</b> εκούσια [[αποδοχή]] για μία ή περισσότερες ημέρες από ορισμένες ή και όλες τις τροφές [[μέσα]] στα πλαίσια συγκεκριμένων θρησκευτικών ή πνευματικών σκοπών<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[αποχή]] για ένα ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]] από τις σαρκικές απολαύσεις, [[αλλά]] και από [[κάθε]] [[ευχαρίστηση]] ή [[ηδονή]] που πηγάζει από επίγεια [[αγαθά]]<br /><b>4.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του οποίου τελείται η εκούσια [[αποχή]] από ορισμένα φαγητά («η [[νηστεία]] του [[Πάσχα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διατροφή]] [[ελλιπής]] και [[ανεπαρκής]] για να ζήσει [[κανείς]] («η [[ακαματιά]], η [[φτώχεια]] και η νήστεια πρωτοξάδελφα», παροιμ.)<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] και ακούσια [[καθυστέρηση]] στη [[λήψη]] τροφής [[κατά]] τη [[διάρκεια]] μιας μέρας<br /><b>3.</b> σχολική [[τιμωρία]] παλαιότερων αναχρονιστικών παιδαγωγικών συστημάτων, [[κατά]] την οποία ο [[δάσκαλος]] υποχρέωνε τον μαθητή να παραμείνει στο [[σχολείο]] μερικές ώρες [[μετά]] τη [[λήξη]] τών μαθημάτων και να μένει [[νηστικός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Κυριακές τών Νηστειών»<br /><b>εκκλ.</b> οι [[πέντε]] Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής που προηγούνται της Κυριακής τών Βαΐων<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «νηστεύει ο [[δούλος]] του θεού, [[γιατί]] φαΐ δεν έχει» — λέγεται ειρωνικά γι' αυτούς που αναγκάζονται να νηστέψουν [[επειδή]] δεν έχουν να φάνε<br /><b>μσν.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[εγκράτεια]] στο [[φαγητό]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[τρίτη]] [[ημέρα]] της εορτής τών Θεσμοφορίων, [[κατά]] την οποία απείχαν από το [[φαγητό]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νηστεία:''' ἡ, [[αποχή]] από το [[φαγητό]], [[νηστεία]], σε Ηρόδ.
}}
}}