3,274,159
edits
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[πολύκλαυτος]], -η, -ο / [[πολύκλαυστος]] και [[πολύκλαυτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για νεκρό) αυτός για τον οποίο έχουν κλάψει πολλοί, έχουν θρηνήσει πολλοί, [[πολυθρήνητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που θρηνεί πολύ («πολύκλαυτοι γυναῖκες», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πολύκλαυστα ῥεῑθρα» — [[πολλά]], άφθονα δάκρυα<br />β) «[[πολύκλαυστος]] [[πόλεμος]]» — [[πόλεμος]] που έχει προκαλέσει [[πολλά]] δάκρυα<br />γ) «[[πολύκλαυστος]] [[ποταμός]]» — [[ποταμός]] που έχει φουσκώσει από τα δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλαυστός]] / [[κλαυτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κλαίω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πάγ</i>-<i>κλαυστος</i> / <i>πάγ</i>-<i>κλαυτος</i>]. | |mltxt=και [[πολύκλαυτος]], -η, -ο / [[πολύκλαυστος]] και [[πολύκλαυτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για νεκρό) αυτός για τον οποίο έχουν κλάψει πολλοί, έχουν θρηνήσει πολλοί, [[πολυθρήνητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που θρηνεί πολύ («πολύκλαυτοι γυναῖκες», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πολύκλαυστα ῥεῑθρα» — [[πολλά]], άφθονα δάκρυα<br />β) «[[πολύκλαυστος]] [[πόλεμος]]» — [[πόλεμος]] που έχει προκαλέσει [[πολλά]] δάκρυα<br />γ) «[[πολύκλαυστος]] [[ποταμός]]» — [[ποταμός]] που έχει φουσκώσει από τα δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλαυστός]] / [[κλαυτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κλαίω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πάγ</i>-<i>κλαυστος</i> / <i>πάγ</i>-<i>κλαυτος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολύκλαυστος:''' ή -κλαυτος, -ον και -η, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[πολύκλαυτος]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που θρηνεί [[πολύ]], σε Μόσχ. | |||
}} | }} |