3,274,159
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύκλαυστος:''' ή -κλαυτος, -ον και -η, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[πολύκλαυτος]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που θρηνεί [[πολύ]], σε Μόσχ. | |lsmtext='''πολύκλαυστος:''' ή -κλαυτος, -ον και -η, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[πολύκλαυτος]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που θρηνεί [[πολύ]], σε Μόσχ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολύκλαυ(σ)τος -ον f. soms -η [πολύς, κλαίω] veel beweend. veel wenend. | |||
}} | }} |