Anonymous

πολύκλαυστος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύκλαυστος:''' ή -κλαυτος, -ον και -η, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[πολύκλαυτος]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που θρηνεί [[πολύ]], σε Μόσχ.
|lsmtext='''πολύκλαυστος:''' ή -κλαυτος, -ον και -η, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[πολύκλαυτος]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που θρηνεί [[πολύ]], σε Μόσχ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύκλαυ(σ)τος -ον f. soms -η [πολύς, κλαίω] veel beweend. veel wenend.
}}
}}