οιστρώδης: Difference between revisions

From LSJ
(28)
 
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰστρώδης]], -ῶδες (Α) [[οίστρος]]<br />[[μανιώδης]], [[παράφρων]] («δι' ἐπιθυμίας οἰστρώδεις ἐπιχειρεῑ κρατεῑν», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[οἰστρώδης]], -ῶδες (Α) [[οίστρος]]<br />[[μανιώδης]], [[παράφρων]] («δι' ἐπιθυμίας οἰστρώδεις ἐπιχειρεῑ κρατεῖν», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 08:37, 27 March 2021

Greek Monolingual

οἰστρώδης, -ῶδες (Α) οίστρος
μανιώδης, παράφρων («δι' ἐπιθυμίας οἰστρώδεις ἐπιχειρεῑ κρατεῖν», Πλάτ.).