ὄξος: Difference between revisions

458 bytes added ,  31 December 2018
5
(29)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />λαϊκή [[ονομασία]] του φυτού [[λώρανθος]] ο [[ευρωπαϊκός]].
|mltxt=ο<br />λαϊκή [[ονομασία]] του φυτού [[λώρανθος]] ο [[ευρωπαϊκός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὄξος:''' -εος, τό ([[ὀξύς]])·<br /><b class="num">1.</b> αδύνατο, ξινισμένο [[κρασί]], γαλ. vin-de-pays, σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ξίδι]] παρασκευασμένο από ξινισμένο [[κρασί]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., για «[[ξινό]]», δύστροπο άνθρωπο, σε Θεόκρ.
}}
}}