3,277,300
edits
(29) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br />λαϊκή [[ονομασία]] του φυτού [[λώρανθος]] ο [[ευρωπαϊκός]]. | |mltxt=ο<br />λαϊκή [[ονομασία]] του φυτού [[λώρανθος]] ο [[ευρωπαϊκός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὄξος:''' -εος, τό ([[ὀξύς]])·<br /><b class="num">1.</b> αδύνατο, ξινισμένο [[κρασί]], γαλ. vin-de-pays, σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ξίδι]] παρασκευασμένο από ξινισμένο [[κρασί]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., για «[[ξινό]]», δύστροπο άνθρωπο, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |