Anonymous

ὄξος: Difference between revisions

From LSJ
309 bytes added ,  1 January 2019
3b
(5)
(3b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄξος:''' -εος, τό ([[ὀξύς]])·<br /><b class="num">1.</b> αδύνατο, ξινισμένο [[κρασί]], γαλ. vin-de-pays, σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ξίδι]] παρασκευασμένο από ξινισμένο [[κρασί]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., για «[[ξινό]]», δύστροπο άνθρωπο, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ὄξος:''' -εος, τό ([[ὀξύς]])·<br /><b class="num">1.</b> αδύνατο, ξινισμένο [[κρασί]], γαλ. vin-de-pays, σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ξίδι]] παρασκευασμένο από ξινισμένο [[κρασί]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., για «[[ξινό]]», δύστροπο άνθρωπο, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄξος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> винный уксус Aesch., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> кислый напиток, квас (ὄ. ἑψητὸν ἀπὸ τῶν φοινίκων Xen.);<br /><b class="num">3)</b> брюзга (ἀνὴρ ὄ. Theocr.).
}}
}}