ουρεσιβώτης: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(30)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὐρεσιβώτης]], ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που βόσκει στα όρη («θηρῶν, οὓς ὅδ' ἔχει [[χῶρος]] οὐρεσιβώτας», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>οὔρεσι</i> του [[οὖρος]] -<i>εος</i> (V), ιων. τ. του <i>όρος</i> (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -[[βώτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιππο</i>-[[βώτης]]].
|mltxt=[[οὐρεσιβώτης]], ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που βόσκει στα όρη («θηρῶν, οὓς ὅδ' ἔχει [[χῶρος]] οὐρεσιβώτας», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>οὔρεσι</i> του [[οὖρος]] -<i>εος</i> (V), ιων. τ. του <i>όρος</i> (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -[[βώτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), [[πρβλ]]. [[ιπποβώτης]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 11 May 2023

Greek Monolingual

οὐρεσιβώτης, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που βόσκει στα όρη («θηρῶν, οὓς ὅδ' ἔχει χῶρος οὐρεσιβώτας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. οὔρεσι του οὖρος -εος (V), ιων. τ. του όρος (ΙΙ) + -βώτης (< βόσκω), πρβλ. ιπποβώτης].