πανδίος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(30)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, θηλ. και πανδῑα, Α<br /><b>1.</b> ο εντελώς [[θεϊκός]], ο θειότατος<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> [[προσωνυμία]] της σελήνης<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πανδῑος [[ρίζα]]» — το [[φυτό]] [[χελιδόνιον]] το μέγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δῖος]]»[[θεϊκός]]»].
|mltxt=-ον, θηλ. και πανδῑα, Α<br /><b>1.</b> ο εντελώς [[θεϊκός]], ο θειότατος<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> [[προσωνυμία]] της σελήνης<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πανδῖος [[ρίζα]]» — το [[φυτό]] [[χελιδόνιον]] το μέγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δῖος]]»[[θεϊκός]]»].
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και πανδῑα, Α
1. ο εντελώς θεϊκός, ο θειότατος
2. το θηλ. προσωνυμία της σελήνης
3. φρ. «πανδῖος ρίζα» — το φυτό χελιδόνιον το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + δῖος»θεϊκός»].