παραγίγνομαι: Difference between revisions

5
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[παραγίνομαι]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[παραγίνομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραγίγνομαι:''' Ιων. και αργότερα -[[γίνομαι]] <i>[ῑ]</i>· μέλ. -[[γενήσομαι]], αόρ. <i>παρεγενόμην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στέκομαι]] δίπλα, βρίσκομαι πλάι ή κοντά, παραβρίσκομαι, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.· με δοτ. πράγμ., [[παραγίγνομαι]] τῇ μάχῃ, είμαι [[παρών]] σ' αυτήν, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραγίγνομαι]] τινι, [[έρχομαι]] με το [[μέρος]] κάποιου, [[έρχομαι]] να βοηθήσω, παραστέκομαι, [[υποστηρίζω]], [[βοηθώ]], σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, [[αποκτώμαι]], [[επέρχομαι]], συσσωρεύομαι, [[προκύπτω]], [[παραγίγνομαι]] τινί, Λατ. contringere alicui, σε Θουκ., Ξεν.· απρόσ., σῷ τρόπῳ παραγίγνεται [[εἰδέναι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[έρχομαι]], <i>τινι</i>, σε Θέογν., Ηρόδ.· [[παραγίγνομαι]] ἐς τὠυτό, [[έρχομαι]] στο ίδιο [[σημείο]], σε Ηρόδ.· απόλ., [[φτάνω]], [[παρουσιάζομαι]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ωριμάζω]], λέγεται για το [[σιτάρι]], στον ίδ.· λέγεται για τα κέρατα των βοδιών, [[φτάνω]] στην τέλεια [[ανάπτυξη]], στον ίδ.
}}
}}