Anonymous

παραγίγνομαι: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραγίγνομαι:''' Ιων. και αργότερα -[[γίνομαι]] <i>[ῑ]</i>· μέλ. -[[γενήσομαι]], αόρ. <i>παρεγενόμην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στέκομαι]] δίπλα, βρίσκομαι πλάι ή κοντά, παραβρίσκομαι, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.· με δοτ. πράγμ., [[παραγίγνομαι]] τῇ μάχῃ, είμαι [[παρών]] σ' αυτήν, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραγίγνομαι]] τινι, [[έρχομαι]] με το [[μέρος]] κάποιου, [[έρχομαι]] να βοηθήσω, παραστέκομαι, [[υποστηρίζω]], [[βοηθώ]], σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, [[αποκτώμαι]], [[επέρχομαι]], συσσωρεύομαι, [[προκύπτω]], [[παραγίγνομαι]] τινί, Λατ. contringere alicui, σε Θουκ., Ξεν.· απρόσ., σῷ τρόπῳ παραγίγνεται [[εἰδέναι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[έρχομαι]], <i>τινι</i>, σε Θέογν., Ηρόδ.· [[παραγίγνομαι]] ἐς τὠυτό, [[έρχομαι]] στο ίδιο [[σημείο]], σε Ηρόδ.· απόλ., [[φτάνω]], [[παρουσιάζομαι]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ωριμάζω]], λέγεται για το [[σιτάρι]], στον ίδ.· λέγεται για τα κέρατα των βοδιών, [[φτάνω]] στην τέλεια [[ανάπτυξη]], στον ίδ.
|lsmtext='''παραγίγνομαι:''' Ιων. και αργότερα -[[γίνομαι]] <i>[ῑ]</i>· μέλ. -[[γενήσομαι]], αόρ. <i>παρεγενόμην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στέκομαι]] δίπλα, βρίσκομαι πλάι ή κοντά, παραβρίσκομαι, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.· με δοτ. πράγμ., [[παραγίγνομαι]] τῇ μάχῃ, είμαι [[παρών]] σ' αυτήν, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραγίγνομαι]] τινι, [[έρχομαι]] με το [[μέρος]] κάποιου, [[έρχομαι]] να βοηθήσω, παραστέκομαι, [[υποστηρίζω]], [[βοηθώ]], σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, [[αποκτώμαι]], [[επέρχομαι]], συσσωρεύομαι, [[προκύπτω]], [[παραγίγνομαι]] τινί, Λατ. contringere alicui, σε Θουκ., Ξεν.· απρόσ., σῷ τρόπῳ παραγίγνεται [[εἰδέναι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[έρχομαι]], <i>τινι</i>, σε Θέογν., Ηρόδ.· [[παραγίγνομαι]] ἐς τὠυτό, [[έρχομαι]] στο ίδιο [[σημείο]], σε Ηρόδ.· απόλ., [[φτάνω]], [[παρουσιάζομαι]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ωριμάζω]], λέγεται για το [[σιτάρι]], στον ίδ.· λέγεται για τα κέρατα των βοδιών, [[φτάνω]] στην τέλεια [[ανάπτυξη]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραγίγνομαι:''' ион. и староатт. [[παραγίνομαι]] (γῑ) (fut. παραγενήσομαι, aor. 2 παρεγενόμην)<br /><b class="num">1)</b> находиться (при ком-л. или при чем-л.), присутствовать; участвовать, (τῇ μάχῃ Plat.; ἐν τοῖς ἀγῶσι Isocr.): π. τινι δαιτί Hom. участвовать в чьем-л. пире; πολλοῖσι παρεγενόμην Her. я присутствовал при многих (подобных случаях); Σοφοκλεῖ παρεγενόμην ἐρωτωμένῳ Plat. я был у Софокла, когда его спросили;<br /><b class="num">2)</b> приходить на помощь, оказывать помощь (μάχῃ τινί Thuc.): π. ἐπί τινα Thuc. оказывать помощь против кого-л.;<br /><b class="num">3)</b> случаться, возникать, происходить ([[ὅθεν]] τις [[δύναμις]] παρεγένετο Thuc.; αἱ μαθηματικαὶ τῶν ἐπιστημῶν διὰ [[τούτου]] τοῦ τρόπου παραγίνονται Arst.);<br /><b class="num">4)</b> приходить, прибывать, являться (εἰς [[Σάρδεις]] Xen.; εἰρήνην παρεγενόμην [[δοῦναι]] NT): π. εἰς τὸ [[πρόσθεν]] Xen. продвинуться вперед;<br /><b class="num">5)</b> созревать, поспевать (ὁ [[σῖτος]] παραγίνεται Her.).
}}
}}