παράπληκτος: Difference between revisions

5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παράπληκτος]], -ον, δωρ. τ. παράπλακτος, -ον, ΝΜΑ [[παραπλήσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[παραπληγία]], [[παραπληγικός]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>παράπληκτον</i><br />με μανιώδη τρόπο, με [[μανία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μανιακός]], [[παράφρονας]], [[τρελός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προσβληθεί από [[παραπληγία]] («τοὺς δὲ παραπλήκτους γίνεσθαι τὰ δεξιὰ ἤ τὰ ἀριστερά», Ιπποκρ.).
|mltxt=-η, -ο / [[παράπληκτος]], -ον, δωρ. τ. παράπλακτος, -ον, ΝΜΑ [[παραπλήσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[παραπληγία]], [[παραπληγικός]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>παράπληκτον</i><br />με μανιώδη τρόπο, με [[μανία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μανιακός]], [[παράφρονας]], [[τρελός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προσβληθεί από [[παραπληγία]] («τοὺς δὲ παραπλήκτους γίνεσθαι τὰ δεξιὰ ἤ τὰ ἀριστερά», Ιπποκρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παράπληκτος:''' -ον ([[πλήσσω]]), πληγμένος από [[μανία]], σε Σοφ.
}}
}}