Anonymous

παράπληκτος: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />frappé de démence.<br />'''Étymologie:''' [[παραπλήσσω]].
|btext=ος, ον :<br />frappé de démence.<br />'''Étymologie:''' [[παραπλήσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παράπληκτος]], -ον, δωρ. τ. παράπλακτος, -ον, ΝΜΑ [[παραπλήσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[παραπληγία]], [[παραπληγικός]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>παράπληκτον</i><br />με μανιώδη τρόπο, με [[μανία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μανιακός]], [[παράφρονας]], [[τρελός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προσβληθεί από [[παραπληγία]] («τοὺς δὲ παραπλήκτους γίνεσθαι τὰ δεξιὰ ἤ τὰ ἀριστερά», Ιπποκρ.).
}}
}}