περίμηρος: Difference between revisions

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source
(32)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τον μηρό («τοῑς περιμήροις τοῡ σώματος μέρεσι», Κύριλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μηρός]].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τον μηρό («τοῑς περιμήροις τοῦ σώματος μέρεσι», Κύριλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μηρός]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 15 February 2019

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται γύρω από τον μηρό («τοῑς περιμήροις τοῦ σώματος μέρεσι», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μηρός.