πληρεξούσιος: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
(33)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πληρεξούσιος]]<br />αυτός που ενεργεί [[κατά]] [[πληρεξουσιότητα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><i>το πληρεξούσιο</i><br />το [[έγγραφο]] με το οποίο παρέχεται [[πληρεξουσιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλήρης]] <span style="color: red;">+</span> [[εξουσία]] (<b>πρβλ.</b> <i>αυτ</i>-[[εξούσιος]])].
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πληρεξούσιος]]<br />αυτός που ενεργεί [[κατά]] [[πληρεξουσιότητα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><i>το πληρεξούσιο</i><br />το [[έγγραφο]] με το οποίο παρέχεται [[πληρεξουσιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλήρης]] <span style="color: red;">+</span> [[εξουσία]] (<b>πρβλ.</b> <i>αυτ</i>-[[εξούσιος]])].
}}
}}

Revision as of 11:12, 14 January 2019

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. το αρσ. ως ουσ. ο πληρεξούσιος
αυτός που ενεργεί κατά πληρεξουσιότητα
2. το ουδ. ως ουσ.
το πληρεξούσιο
το έγγραφο με το οποίο παρέχεται πληρεξουσιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης + εξουσία (πρβλ. αυτ-εξούσιος)].