πληρεξούσιος

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. το αρσ. ως ουσ. ο πληρεξούσιος
αυτός που ενεργεί κατά πληρεξουσιότητα
2. το ουδ. ως ουσ.
το πληρεξούσιο
το έγγραφο με το οποίο παρέχεται πληρεξουσιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης + εξουσία (πρβλ. αυτεξούσιος)].