προφυλάσσω: Difference between revisions

6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και προφυλάγω Ν, και αττ. τ. προφυλάττω Α<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[φύλακας]], [[φρουρός]], [[φυλάγω]], [[προασπίζω]], [[περιφρουρώ]] («[[προφυλάσσω]] νηόν», Ύμν. Απόλλ.)<br /><b>2.</b> [[προστατεύω]] κάποιον ή [[κάτι]] από ενδεχόμενο κίνδυνο (α. «τα αντιηλιακά προφυλάσσουν από την [[ακτινοβολία]]» β. «προφυλάξατο ὅσα ἐδύνατο [[μάλιστα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (το μέσ.) <i>προφυλάσσομαι</i> και <i>προφυλάγομαι</i> και <i>προφυλάττομαι</i><br />[[φυλάγω]] τον εαυτό μου, [[παίρνω]] προφυλάξεις, [[φροντίζω]] για τον εαυτό μου («να προφυλάγεσαι από κρυολογήματα»<br /><b>αρχ.</b><br />[[παίρνω]] προφυλακτικά [[μέτρα]], [[παίρνω]] [[μέτρα]] για να προλάβω ή να αποτρέψω έναν κίνδυνο («προφυλάττεσθαι ἤ λιμὸν ἤ [[δίψος]]», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ, και προφυλάγω Ν, και αττ. τ. προφυλάττω Α<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[φύλακας]], [[φρουρός]], [[φυλάγω]], [[προασπίζω]], [[περιφρουρώ]] («[[προφυλάσσω]] νηόν», Ύμν. Απόλλ.)<br /><b>2.</b> [[προστατεύω]] κάποιον ή [[κάτι]] από ενδεχόμενο κίνδυνο (α. «τα αντιηλιακά προφυλάσσουν από την [[ακτινοβολία]]» β. «προφυλάξατο ὅσα ἐδύνατο [[μάλιστα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (το μέσ.) <i>προφυλάσσομαι</i> και <i>προφυλάγομαι</i> και <i>προφυλάττομαι</i><br />[[φυλάγω]] τον εαυτό μου, [[παίρνω]] προφυλάξεις, [[φροντίζω]] για τον εαυτό μου («να προφυλάγεσαι από κρυολογήματα»<br /><b>αρχ.</b><br />[[παίρνω]] προφυλακτικά [[μέτρα]], [[παίρνω]] [[μέτρα]] για να προλάβω ή να αποτρέψω έναν κίνδυνο («προφυλάττεσθαι ἤ λιμὸν ἤ [[δίψος]]», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προφῠλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, είμαι [[φύλακας]] [[μπροστά]] από, [[φρουρώ]] έναν [[τόπο]] ή μια [[οικία]], με αιτ., σε Ομηρ. Ύμν. (με Επικ. προστ. βʹ πληθ. <i>προφύλαχθε</i>, αντί <i>προφυλάσσετε</i>), σε Ξεν.· προφυλάσσειν [[ἐπί]] τινι, [[φρουρώ]] ένα [[πρόσωπο]] ή έναν [[τόπο]], σε Ηρόδ.· απόλ., [[φυλάσσω]], [[αγρυπνώ]], <i>ἡ προφυλάσσουσα</i> (ενν. [[ναῦς]]) = [[προφυλακίς]], στον ίδ. — Μέσ., βρίσκομαι σε [[επιφυλακή]], προφυλάσσομαι, [[λαμβάνω]] προφυλακτικά [[μέτρα]], [[μέτρα]] προφύλαξης, στον ίδ., Θουκ.· με αιτ., προφυλάσσομαι ή [[παίρνω]] προφυλακτικά [[μέτρα]], στον ίδ., Θουκ.· με αιτ., προφυλάσσομαι ή [[παίρνω]] προφυλακτικά [[μέτρα]] ενάντια σε, Λατ. cavere, σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}