Anonymous

προφυλάσσω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προφῠλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, είμαι [[φύλακας]] [[μπροστά]] από, [[φρουρώ]] έναν [[τόπο]] ή μια [[οικία]], με αιτ., σε Ομηρ. Ύμν. (με Επικ. προστ. βʹ πληθ. <i>προφύλαχθε</i>, αντί <i>προφυλάσσετε</i>), σε Ξεν.· προφυλάσσειν [[ἐπί]] τινι, [[φρουρώ]] ένα [[πρόσωπο]] ή έναν [[τόπο]], σε Ηρόδ.· απόλ., [[φυλάσσω]], [[αγρυπνώ]], <i>ἡ προφυλάσσουσα</i> (ενν. [[ναῦς]]) = [[προφυλακίς]], στον ίδ. — Μέσ., βρίσκομαι σε [[επιφυλακή]], προφυλάσσομαι, [[λαμβάνω]] προφυλακτικά [[μέτρα]], [[μέτρα]] προφύλαξης, στον ίδ., Θουκ.· με αιτ., προφυλάσσομαι ή [[παίρνω]] προφυλακτικά [[μέτρα]], στον ίδ., Θουκ.· με αιτ., προφυλάσσομαι ή [[παίρνω]] προφυλακτικά [[μέτρα]] ενάντια σε, Λατ. cavere, σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''προφῠλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, είμαι [[φύλακας]] [[μπροστά]] από, [[φρουρώ]] έναν [[τόπο]] ή μια [[οικία]], με αιτ., σε Ομηρ. Ύμν. (με Επικ. προστ. βʹ πληθ. <i>προφύλαχθε</i>, αντί <i>προφυλάσσετε</i>), σε Ξεν.· προφυλάσσειν [[ἐπί]] τινι, [[φρουρώ]] ένα [[πρόσωπο]] ή έναν [[τόπο]], σε Ηρόδ.· απόλ., [[φυλάσσω]], [[αγρυπνώ]], <i>ἡ προφυλάσσουσα</i> (ενν. [[ναῦς]]) = [[προφυλακίς]], στον ίδ. — Μέσ., βρίσκομαι σε [[επιφυλακή]], προφυλάσσομαι, [[λαμβάνω]] προφυλακτικά [[μέτρα]], [[μέτρα]] προφύλαξης, στον ίδ., Θουκ.· με αιτ., προφυλάσσομαι ή [[παίρνω]] προφυλακτικά [[μέτρα]], στον ίδ., Θουκ.· με αιτ., προφυλάσσομαι ή [[παίρνω]] προφυλακτικά [[μέτρα]] ενάντια σε, Λατ. cavere, σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''προφῠλάσσω:''' атт. [[προφυλάττω]] (эп. HH 2 л. praes. imper. προφύλαχθε)<br /><b class="num">1)</b> стоять на страже, охранять (τι HH и τινός Xen.): ἡ προφυλάσσουσα ([[ναῦς]]) Her. сторожевое судно;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. med. беречься, быть настороже, т. е. предотвращать (προφυλάσσεσθαι τὰ βέλη Xen.; π. τοῦ σώματος προπαθείας Plut.): πρὶν ἐν τῷ [[παθεῖν]] [[ὦμεν]], προφυλάξασθαι Thuc. принять меры предосторожности прежде, чем попадем в беду.
}}
}}